Για τις σχέσεις της Αθήνας με τα Σκόπια και το «Μακεδονικό» περισσεύουν, ως γνωστόν, στην πολιτική σκηνή οι ομιλητές, που με αξιοσημείωτη προθυμία προσέρχονται στα μέσα ενημέρωσης για τη διατύπωση απόψεων και σχολίων, αλλά και για εκδηλώσεις «αγανάκτησης» και σφοδρές επιθέσεις κατά αντιπάλων εντός και εκτός Βουλής. Αναμενόμενο αυτό, βεβαίως, μια και το θέμα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Τίποτε ανάλογο, όμως, δεν συμβαίνει με το μείζον ζήτημα των σχέσεων της Ελλάδας με την Τουρκία. Μόνο η εκλογή του Ερντογάν απασχολεί την Αθήνα. Κατά τα άλλα... πολύ λίγα πράγματα.

Εδώ, ο αντίπαλος είναι ισχυρός, κινείται με συγκροτημένη στρατηγική και η στρατιωτική απειλή είναι απολύτως ορατή. Αρα, λίγα τα λόγια και στρατιωτική ετοιμότητα. Και καθόλου θορυβώδη συλλαλητήρια και ανεμίζουσες ελληνικές σημαίες. Σωστό. Απαντες στην «αγορά» κατανοούν ότι η τουρκική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα δεν σηκώνει εύκολες πολιτικές κουβέντες (διαφωνεί μ’ αυτό ο κ. Π. Καμμένος), αλλά σοβαρή διπλωματική και αμυντική διαχείριση. Το κατανοούν αυτό οι πολλοί, αλλά πέραν τούτου τι; Επειδή το πρόβλημα του παρόντος και της προοπτικής των σχέσεων με την Τουρκία είναι πολύ μεγάλο, δεν είναι η αποφυγή της αναγνώρισής του και η «σώφρων σιωπή» το ζητούμενο. Οι Ενοπλες Δυνάμεις κάνουν καλά τη δουλειά τους. Αλλά χρειάζεται επειγόντως πλέον μια στρατηγική βάση για την οργάνωση των «απαντήσεων» της Ελλάδας.

Το ζήτημα είναι πράγματι ΕΠΕΙΓΟΝ. Οχι μόνο επειδή η Τουρκία συστηματικά οργανώνεται για να αντιμετωπίσει την Ελλάδα από θέση απόλυτης υπεροχής στο Αιγαίο και στην Αν. Μεσόγειο, αλλά και διότι έχει αυξηθεί ο αριθμός των «παικτών» σ’ αυτές τις περιοχές. Στο όλο σκηνικό των ελληνοτουρκικών «διαφορών» πολύ λίγα είναι σήμερα τα στοιχεία που υπήρχαν σε περασμένες δεκαετίες. Χρειάζεται, συνεπώς, μια νέα μελέτη του ζητήματος, το οποίο, αναλόγως με την εξέλιξή του σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο, θα καθορίσει σε υψηλό βαθμό τη γεωπολιτική θέση και ισχύ της Ελλάδας για χρόνια στο διεθνές περιβάλλον της, σε μια μεγάλη περιοχή «μεταβαλλόμενης αρχιτεκτονικής», όπου διασταυρώνονται σοβαρά εθνικά συμφέροντα διαφόρων χωρών και χαράσσονται νέες ζώνες «επιρροών».

Αν οι ελληνοτουρκικές υποθέσεις, σε μια κρίσιμη φάση τους, αντιμετωπιστούν από την Αθήνα σε κλίμα αβάστακτης πολιτικής ελαφρότητας ανάλογο με αυτό που επικρατεί στον ουρανό των διαχειριστών του «Μακεδονικού», τότε η Ελλάδα θα υποστεί αναπόφευκτα μια βαριά ήττα ιστορικών διαστάσεων από τη γείτονα Τουρκία. Στην υπόθεση των Σκοπίων, το μέγεθος και ο γεωπολιτικός χώρος της μπορεί να θεωρηθούν από κάποιους ότι θα καταστήσουν «διαχειρίσιμα» τα πράγματα, αν κάτι προσεχώς «στραβώσει» στην οδό Αθηνών - Σκοπίων. Ομως, τα περιθώρια για «διορθώσεις» σοβαρών λαθών θα είναι μηδαμινά στην περίπτωση που μια ελληνική πολιτική ηγεσία θα αντιμετωπίσει τις πολιτικές αιχμής της Τουρκίας με διασπασμένο εσωτερικό μέτωπο, με προχειρότητες και «εμπνεύσεις» της στιγμής.

Ηδη στα Δυτικά Βαλκάνια, περνώντας απ’ την ελληνική Θράκη, η Αγκυρα κινείται ως αυτόνομος «παίκτης» με πολιτικές «προστασίας» αδύναμων κυβερνήσεων και μουσουλμανικών πληθυσμών. Στους στόχους της Τουρκίας είναι και ο κατά το δυνατόν περιορισμός της ελληνικής γεωπολιτικής δύναμης στα Βαλκάνια. Και αυτό το ζήτημα περιλαμβάνεται, συνεπώς, στον «φάκελο Τουρκία» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και απαιτεί προετοιμασία της Αθήνας για ενδεχόμενο «έκτακτων» εξελίξεων. Βεβαίως, δεν αμφιβάλλουμε ότι στο μυαλό κάποιων νωθρών Ελλήνων πολιτικών θα υπάρχει και σήμερα ως «δεδομένη» και, πάντως, ως «σοβαρό ενδεχόμενο» η θετική («σωτήρια»...) παρεμβολή ισχυρών ξένων χωρών σε μια ελληνοτουρκική «αναμέτρηση».

Αλλά οι φορείς τέτοιων εκτιμήσεων (που κυκλοφορούν σε όλα τα κόμματα) ανήκουν στους κύκλους που δεν έχουν αντιληφθεί, λόγω μακράς πολιτικής υπνηλίας τους, ότι όλες οι «σταθερές» που υπήρχαν επί δεκαετίες στην περιοχή μας είναι σήμερα... ασταθείς. Και πάντως διαρκώς μεταβαλλόμενες. Ο μεταπολεμικός «αυτόματος πιλότος» των Δύο Κόσμων βρίσκεται σήμερα στον κάλαθο των αχρήστων πολιτικών εργαλείων.