Ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ, η Αθήνα και τα Σκόπια, καθώς και μια σειρά από ξένα μέσα ενημέρωσης δοκιμάζουν σήμερα μια πρωτότυπη, «ανάποδη» προσέγγιση του χρόνιου προβλήματος: Ξεκινούν με τη δημιουργία ενός σκηνικού ευφορίας, που προδιαγράφει το αίσιο τέλος της υπόθεσης, πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις για το όνομα.

Και οι άμεσα ενδιαφερόμενοι εκδηλώνουν δημοσίως την ικανοποίησή τους για το ότι σίγουρα θα βρεθεί λύση στο πρόβλημα έπειτα από τριάντα χρόνια άκαρπων διπλωματικών κινήσεων για την ονομασία του κράτους της γειτονικής «Μακεδονίας».

Το «κλίμα» αυτό είναι τώρα δεδομένο και αποδεκτό τόσο από την Αθήνα όσο και από τα Σκόπια. Και στα παρασκήνια η ελληνική κυβέρνηση γνωρίζει καλά ότι ο απαιτητικός «δυτικός παράγων» δεν κρύβει την επιθυμία του για λύση του προβλήματος πριν από τον Ιούλιο, οπότε και η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ.

Η Συμμαχία ζητάει «σταθερά» ΝΑΤΟϊκά Βαλκάνια. Όμως, στην πράξη, τα πράγματα δεν είναι απλά για τον ευέλικτο κ. Τσίπρα. Στο κέντρο της υπόθεσης υπάρχει ένα στοιχείο που καθορίζει την παρούσα φάση: Η Αθήνα αποδέχεται (από το 2008) ότι δεν ισχύει η παλαιότερη θέση κατά την οποία κανένα βαλκανικό κράτος δεν μπορεί και δεν πρέπει να μονοπωλεί τη λέξη «Μακεδονία», θέση που αποτελεί κατασκεύασμα του Τίτο, ο οποίος μετέτρεψε μεταπολεμικά σε ξεχωριστό Ομοσπονδιακό Κράτος της Γιουγκοσλαβίας την πρώην επαρχία Βαρδαρίου, την Banovina Vardarska. Άρα, η «σύνθετη» ονομασία είναι τώρα μονόδρομος, στον οποίο βαδίζουν και η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση.  

Ο προσδιορισμός

Οι «διεθνιστές» Αλέξης Τσίπρας και Ν. Κοτζιάς προχωρούν στη διαπραγμάτευση με το επιχείρημα ότι τα Σκόπια έχουν ήδη καθιερώσει στη διεθνή σκηνή το όνομα «Μακεδονία», το οποίο περιλαμβάνεται, άλλωστε, στην ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, τη γνωστή FYROM, του 1995. Άρα, αναζητείται μόνο το «επίθετο» στη λέξη και ο τρόπος γραφής της σύνθεσης. Από την πλευρά της, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να σταθεί στη θέση του 2008 (κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή) για «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό», ισχυρή προς πάντα τρίτο (erga omnes). Αντίρρηση δεν έχει -εννοείται- ούτε το διεθνιστικό ΚΚΕ. Δεν είναι, όμως, μόνο το όνομα αυτό που θα τεθεί προς συζήτηση.

Η Ελλάδα θα πρέπει να τοποθετηθεί στο ζήτημα της εθνότητας και σε αυτό της γλώσσας, που αποτελούν τις βάσεις του «μακεδονισμού» που διακινείται για δεκαετίες στα Βαλκάνια από τα Σκόπια. Θα πρέπει να τοποθετηθεί, δηλαδή, η ελληνική διπλωματία στο ζήτημα του «εδαφικού προσδιορισμού». Πρόκειται για μια θέση που κρίνεται από πολιτικούς κύκλους και από έμπειρους Έλληνες διπλωμάτες ως «άστοχη» και πρέπει να εγκαταλειφθεί. Εμφαση δίνουν οι ίδιοι κύκλοι σε ένα «παράλληλο» ζήτημα: Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να προσέξει ώστε οτιδήποτε τελικώς αποφασίσει για το όνομα, για το «γεωγραφικό» θέμα και για τα στοιχεία του «μακεδονισμού» των Σκοπίων να μη θίξει την πλευρά της Βουλγαρίας, η οποία αποτελεί σήμερα σημαντικό στρατηγικό σύμμαχο της Ελλάδας.  

Η εμπλοκή

Γενικότερα, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έχει ενώπιόν της μια δύσκολη κατάσταση, που δεν ξεπερνιέται με «επικοινωνιακά» τρικ και διανομές καλών φημών. Κατ' αρχάς, όσο «φιλικό» κι αν είναι το κλίμα στα παρασκήνια, η ηγεσία των Σκοπίων δεν έχει ακόμη εμφανίσει στην Αθήνα οριστικές θέσεις, ούτε και έχει να διαχειριστεί στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ μια κοινωνία που στερείται σκληρών εθνικιστών.

Απ' την πλευρά του, ο κ. Τσίπρας, που δείχνει βιαστικός για «λύση», δεν θα πορευθεί σε ήρεμο εσωτερικό τοπίο, συζητώντας με τα Σκόπια. Πέρα από κύκλους «σκληρών» εθνικιστών και αντιδράσεις οργανώσεων της Β. Ελλάδας που επιμένουν στη θέση για όνομα «χωρίς Μακεδονία ή παράγωγο», ο πρωθυπουργός έχει απέναντί του την Εκκλησία της Ελλάδος, που παρενέβη πολιτικά στην υπόθεση. Έτσι, σε αυτή την υπόθεση ίσως τελικώς να είναι το μικρότερο κακό για τον κ. Τσίπρα η περίπτωση του ευέλικτου Π. Καμμένου.

Η «Νέα Μακεδονία» μπορεί να ανάψει μεγάλες φωτιές στο πρώτο ελληνικό «γλίστρημα» των διαπραγματεύσεων.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018