Η αυλαία του δράματος της οξείας οικονομικής κρίσης, το 2010, άνοιξε με την Ελλάδα να βρίσκεται σε ένα στρατηγικό περιβάλλον διόλου ευνοϊκό για τη χώρα μας. Η θέση της στην Ευρώπη ήταν οικονομικά τόσο δεινή, ώστε να συζητείται ακόμα και η περίπτωση «εξόδου» της από την ευρωζώνη, με τις ΗΠΑ να ασχολούνται με σχέδια «αλλαγών» στην Εγγύς Ανατολή, με τον ρόλο της Τουρκίας ακόμη περίπλοκα ασταθή και με το ισλαμικό κίνημα να δυναμώνει.

Στα δε Βαλκάνια η «γεωστρατηγική μεταμόρφωσή» τους παρέμενε σε εξέλιξη. Η Αθήνα, με το ενδιαφέρον της συγκεντρωμένο στη διαχείριση των «μνημονίων», δεν έδωσε βάρος σε μια σημαντική πτυχή του δράματος: στο ότι, με τη δρομολόγηση μιας διαδικασίας χρεοκοπίας, η Ελλάδα προσφερόταν ως ένας στρατηγικός στόχος σε «ενδιαφερόμενες» ισχυρές ξένες δυνάμεις. Τελικώς, στην ανατολική Μεσόγειο η Ελλάδα, μετέχοντας στη στρατηγική των ΗΠΑ, μπήκε στην Τετραμερή Συμμαχία με Ισραήλ, Αίγυπτο και Κύπρο, ευθυγραμμίστηκε με τη στρατηγική της Ουάσινγκτον και του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, όπου χτίζεται το αντιρωσικό «τείχος», αλλά συνέχισε να μην «παρακολουθεί» την Τουρκία.

Όμως, ο τομέας των σχέσεων Ελλάδας - Άγκυρας δεν μπορεί να μπαίνει σε έναν «τυφλοσούρτη» των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ. Απαιτούσε μια αυτοτελή, καλά σχεδιασμένη πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην Τουρκία. Αυτό δεν έγινε. Η Αθήνα έμεινε στη γενικότητα για «στήριξη της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας στην Ε.Ε.» (μια ένταξη στην οποία προ πολλού ουδείς πιστεύει στις Βρυξέλλες και στην Άγκυρα) και, παραλλήλως, συνέχισε τη «ρουτίνα» μιας άγονης, χωρίς πολιτική φαντασία στρατηγικής «κατευνασμού» προς την Τουρκία για «ροκάνισμα» χρόνου. Η παράθεση των βασικών στοιχείων της τουρκικής πολιτικής προς την Ελλάδα έγινε προ ημερών «ξερά» από τον Ταγίπ Ερντογάν. Διπλωματική ταραχή, αλλά τίποτε το νέο επί της ουσίας.

Η ιστορία είναι παλιά. Τον Νοέμβριο 1999, ο Θ. Πάγκαλος, πρώην ΥΠΕΞ του Κ. Σημίτη, ήδη με πικρή πείρα από ελληνοτουρκικά, έλεγε (στον «Ελεύθερο Τύπο», στην Αγγελική Σπανού) ότι η Τουρκία «ουδέποτε επιθυμούσε την επίλυση των διαφορών, αλλά θέλει τον πολλαπλασιασμό τους». Και υποστήριζε ότι «η επίδειξη καλής θέλησης απέναντι στην Άγκυρα δημιουργεί ψευδαισθήσεις, αφοπλίζει ιδεολογικά τον ελληνικό λαό και ενθαρρύνει την επιθετικότητα της τουρκικής στρατοκρατίας».

Πρόσθετε, δε, ότι στην Τουρκία το κατεστημένο είναι «εκ γενετής και εκ φύσεως ανίκανο να αυτομεταρρυθμιστεί» και ότι «το μόνο σοβαρό λαϊκό κίνημα είναι το ισλαμικό, που, αν κάποτε επικρατήσει, ασφαλώς δεν θα στρέψει την Τουρκία προς την Ευρώπη». Μία δεκαετία αργότερα, το 2010, η «αστάθεια» που δημιουργούσε η χρηματοπιστωτική κατάσταση της χώρας προκαλούσε τις προβλέψεις διεθνολόγων, όπως του καθηγητή του Χάουαρντ της Ουάσινγκτον Ν.Α. Σταύρου, για «ξένη επιτήρηση απεριόριστου χρόνου». Ήταν η περίοδος κατά την οποίαν η Ελλάδα αποτελούσε «πρόβλημα» και «ανωμαλία» στην Ε.Ε. και στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο της για τους αρχιτέκτονες του «νέου» παγκόσμιου συστήματος, που έφτιαχναν μετά το 1991 οι Δημοκρατικοί των ΗΠΑ. Ήταν τα χρόνια που ο τουρκικός «νεο-οθωμανισμός» γοήτευε στρατηγικούς αναλυτές στις ΗΠΑ, στη Rand Corporation και στο Yale, που ευνοούσαν την καταστροφή του κεμαλισμού και τη συγχώνευση εθνικισμού και Ισλάμ σε ένα νέο κράμα, που θα αναστήλωνε, έλεγαν, την τουρκοαραβική φιλία, προς όφελος της Δύσης...

Σήμερα, μέσα από δραματικές εξελίξεις, η Τουρκία του ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν επαναπροσδιορίζεται μεταξύ Ευρώπης και Εγγύς Ανατολής. Δυστυχώς, η Αθήνα παραμένει έναντι της Άγκυρας σε μια παλιομοδίτικη διπλωματία χωρίς διέξοδο.