Περασμένα μεγαλεία και ενθυμούμενός τα να τα νεκρανασταίνεις. Για λόγους που δεν εξηγούνται πάντα εύκολα, σε κάποιες χώρες αναπαράγονται σιωπηλά επί έτη σε κλειστά κυκλώματα νοσταλγοί ενός αυτοκρατορικού παρελθόντος. Φαίνεται, δε, ότι σε ορισμένες περιπτώσεις αυτοί οι νοσταλγοί του μεγαλείου που έζησαν επί μακρόν οι πρόγονοί τους πριν καταστραφούν εμφανίζονται ξαφνικά στο προσκήνιο με δυνατή φωνή, θεωρώντας ότι κάποιες διεθνείς εξελίξεις ευνοούν την αναβίωση των ένδοξων αυτοκρατορικών-ιμπεριαλιστικών χρόνων που κάποτε έζησαν οι χώρες τους. Αποκαλύπτονται έτσι στον παρόντα χρόνο οι παράλληλες διαδρομές και οι συγγενείς πολιτικές νευρώσεις χωρών, όπως είναι η περίπτωση της Γερμανίας και της Τουρκίας. Ετσι, προ ημερών ο ηγέτης των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών, Λ. Κλινγκμπάιλ, δήλωσε ότι η Γερμανία πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διεθνή σκηνή. Ο Γερμανός πολιτικός αρχηγός απελευθερώθηκε ψυχολογικώς -ίσως να βοήθησε και μια καλή γερμανική μπύρα- και είπε δημοσίως: «Επειτα από 80 χρόνια αυτοσυγκράτησης, η Γερμανία έχει πλέον έναν νέο ρόλο στην παγκόσμια σκακιέρα (…) Μέχρι τώρα, αντιλαμβανόταν εαυτήν περισσότερο ως μεσαία παρά ως ηγετική δύναμη στη διεθνή πολιτική σκηνή (…) Με το πρόγραμμα εξοπλισμών, θα αποκτήσει τις ισχυρότερες Ενοπλες Δυνάμεις της Ευρώπης». Αναφερόμενος, δε, στον πόλεμο της Ουκρανίας, είπε: «Η πολιτική ειρήνης σημαίνει, κατά την άποψή μου, να θεωρεί κανείς τη στρατιωτική βία θεμιτό μέσο για την άσκηση πολιτικής»… (επ’ αυτών θα έχουμε ενδιαφέρουσα συνέχεια, σύντομα ίσως…)

Την ίδια ώρα, ο Μ. Τσαβούσογλου, υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας, που απροκάλυπτα συμπαθεί τον επίσης «αυτοκρατορικό» Ρώσο πρόεδρο, Βλ. Πούτιν, δήλωνε: «Υπάρχει μια Τουρκία μεγαλύτερη απ’ την Τουρκία, γι’ αυτό δεν μπορούμε να εγκλωβιστούμε στα σύνορά μας. Εχουμε ευθύνη απέναντι στην Ιστορία (…) Δεν θα περιοριστούμε στα σύνορά μας. Θα δραστηριοποιηθούμε σε όλο τον κόσμο»…

Έκδηλη η κοινή γερμανο-τουρκική φαντασίωση για ηγετικούς ρόλους στη διεθνή σκηνή, για εξάπλωση σε «ζωτικούς χώρους» εκτός συνόρων, για τη σημασία και την πολιτική χρήση της στρατιωτικής βίας.

Η, κατά Χέλμουτ Σμιτ, «γερμανική ροπή προς τη σαγήνη της εξουσίας», από τη μία, οι ονειρώξεις κάτω από τα λάβαρα του «Κατακτητή» Μεχμέτ Β’ και του «Μεγαλοπρεπούς» Σουλεϊμάν, από την άλλη. Συναντώνται και αλλού οι γερμανικές και τουρκικές «ελίτ»: Από κοινού αντιπαθούν την Ευρώπη ως ενιαία, αυτοτελή γεωπολιτική δύναμη. Για το Βερολίνο, ήδη από τη δεκαετία του ’30 και μέχρι πρόσφατα, επί Μέρκελ, ως «ενωμένη» Ευρώπη νοείται μια δύναμη υποταγμένη στη γερμανική στρατιωτική ή οικονομική ισχύ, μια «γερμανική Ευρώπη».

Για την Τουρκία του Ερντογάν, η απέχθεια προς την Ευρώπη των «αποικιοκρατών» είναι δεδομένη και δημοσίως εκδηλωμένη, με εξαίρεση τη Γερμανία, παντοτινή γεωπολιτική φίλη της Αγκυρας, επί αυτοκρατορίας Κάιζερ Γουλιέλμου, επί Αδόλφου Χίτλερ και μεταπολεμικά επί όλων των γερμανικών κυβερνήσεων. Τίποτε το περίεργο, λοιπόν, που σήμερα σε Ευρώπη και ΝΑΤΟ το Βερολίνο υποστηρίζει ευθέως τουρκικά συμφέροντα και, παρέα με τον ακροδεξιό ισλαμιστή Ερντογάν, γράφει στα παλιά του τα παπούτσια τις θεσμικές αρχές και τις αξίες της Ε.Ε. Κι ας υπογράφει αναγκαστικά ο καγκελάριος Ολ. Σολτς, με δάκρυα στα μάτια, έγγραφα της Ε.Ε. που καταδικάζουν τις συμπεριφορές του Τούρκου ταραχοποιού.

Τουρκία και Γερμανία, συμπλεγματικές μετά τις σκληρές ήττες που υπέστησαν τον 20ό αιώνα, μανιακές της ισχύος, φαντασιόπληκτες και ποτισμένες με αντιευρωπαϊκό πνεύμα από διαφορετικούς δρόμους (και εννοείται διόλου φιλικές προς τη Γαλλία), είναι ένα «ντουέτο» που τηρεί εχθρική στάση απέναντι στην Ελλάδα. Ομοίως, βέβαια, και οι δυο τους «ενοχλούνται» εξαιρετικά από την αυξημένη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ στην Ευρώπη και ειδικότερα τη συνεργασία τους με την Ελλάδα.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 2 Ιουλίου 2022