Επί δεκαετίες επαναλαμβανόμενη από δημόσια πρόσωπα και αρθρογραφίες στον Τύπο είναι η επισήμανση της ανάγκης για μια εθνική στρατηγική με ισχυρή διακομματική στήριξη στις υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας της χώρας. Η ανάγκη αυτή διαρκώς υπογραμμίζεται, καθώς η απέναντί μας «αναθεωρητική» Τουρκία δείχνει να διαθέτει για την Ελλάδα μια σταθερή στρατηγική από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Δυστυχώς, αυτή η σταθερή εθνική στρατηγική παραμένει ζητούμενο στη χώρα μας, με το πολιτικό προσωπικό να μην είναι σε θέση να αιτιολογήσει αυτή την κραυγαλέα αδυναμία του να ανταποκριθεί στο αίτημα του απαιτούμενου σχεδιασμού. Επιπλέον, δε, υποθέσεις που αφορούν αυτόν τον κρίσιμο πολιτικό τομέα μετατρέπονται κατά καιρούς σε ζητήματα διαμάχης στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο - πράγμα που χειροτερεύει την κατάσταση. Ετσι, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις κινούνται σε αυτό το πεδίο με αποφάσεις που προκύπτουν από έκτακτες εξελίξεις και απαιτούν γρήγορες «απαντήσεις» και κάποτε υπό πίεση, λόγω κάποιας συγκεκριμένης συγκυρίας. Και συχνά οι επιλογές και οι αποφάσεις των κυβερνήσεων είναι εκτεθειμένες στην οξεία κριτική της εκάστοτε αντιπολίτευσης.

Το ζήτημα αυτό επανήλθε δυσάρεστα στην πολιτική σκηνή, εξαιτίας ενός γεγονότος εμφαντικά ενδεικτικού της αδυναμίας των πολιτικών κομμάτων για «ενδοσυνεννόηση» σε σημαντικά και ευαίσθητα θέματα, όπως είναι οι αναπτυξιακές προοπτικές της Θράκης, δηλαδή μιας περιοχής η ειδική αξία της οποίας για την ασφάλεια της χώρας δεν χρειάζεται πολλά λόγια για να εξηγηθεί. Όπως δεν χρειάζεται πλέον να ειπωθούν πολλά για το είδος του «ενδιαφέροντος» της Τουρκίας, η οποία καταβάλλει επί δεκαετίες έντονες προσπάθειες για την τροφοδότηση της «αναθεωρητικής» πολιτικής της στη Θράκη, με αξιοποίηση των μουσουλμανικού θρησκεύματος Ελλήνων πολιτών που κατοικούν στους θρακικούς νομούς.

Αυτονόητο είναι, λοιπόν, το πόσο σημαντικό ζήτημα είναι η δημιουργία των καλύτερων δυνατών συνθηκών για ανάπτυξη και ευημερία της θρακικής κοινωνίας, με περαιτέρω ενίσχυση της οικονομίας της και των υποδομών της. Κι όμως, τα πολιτικά κόμματα της χώρας δεν κατάφεραν προ ημερών να συνεννοηθούν για την από κοινού στήριξή τους σε ένα σχέδιο ανάπτυξης της Θράκης. Η προσπάθεια για την έγκριση ενός κοινού πορίσματος από διακομματική επιτροπή της Βουλής, υπό την προεδρία της κυρίας Μπακογιάννη, απέτυχε. Και κάθε πλευρά ενέκρινε το… δικό της πόρισμα. Και όταν, μάλιστα, το θέμα παρουσιάστηκε στην Ολομέλεια της Βουλής, η σχετική συζήτηση παρήγαγε μόνο διαφωνίες, εντάσεις και διαπληκτισμούς. Λίγη σημασία έχει πλέον να εντοπιστούν επιμέρους ευθύνες γι’ αυτό το θλιβερό ναυάγιο. Μένει τώρα στο πεδίο «μάχης» μόνο το κείμενο του πορίσματος της πλειοψηφίας, που απέρριψε η αντιπολίτευση, για το οποίο η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη δηλώνει ότι δεν θα μείνει «στο συρτάρι». Περιμένουμε. Μένει ακόμα η πικρή γεύση της διαπίστωσης ότι η πολιτική τάξη της χώρας δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει χωρίς ζωηρές «αντιπαραθέσεις» ούτε κρίσιμα ζητήματα με ειδικό εθνικό ενδιαφέρον, όπως είναι οι προοπτικές ανάπτυξης της Θράκης.

Η σχετική συζήτηση στη διακομματική επιτροπή της Βουλής έδειξε ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν είχαν καμία θετική διάθεση να συνομιλήσουν με την πλειοψηφία παραμερίζοντας τις γενικότερα «ιδεολογικές» απόψεις τους απέναντί της, όσο κι αν υπήρχε περιθώριο για διορθώσεις του σχετικού κειμένου. Το πρόβλημα απορροφήθηκε τελικά χωρίς μεγάλο θόρυβο από την τρέχουσα «επικαιρότητα» και η συνέχεια έπαψε να απασχολεί τα πολιτικά κόμματα. Έχει κάθε λόγο να χαμογελάει ο Ερντογάν. Και, βέβαια, διερωτάται κανείς, έπειτα από αυτή τη θλιβερή εμπειρία, πώς θα αντιμετώπιζαν άραγε τα δημοκρατικά κόμματα της Βουλής ενδεχόμενες σοβαρές επιπλοκές στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και εξελίξεις που θα απαιτούσαν κρίσιμες εθνικές επιλογές και αποφάσεις από μια ελληνική κυβέρνηση.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 16 Απριλίου 2022