Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι οι εξελίξεις που συνοδεύουν την υπόθεση της Ουκρανίας ξεπερνούν τα δεδομένα της στρατιωτικής εισβολής των Ρώσων. Η Αθήνα αναπόφευκτα «διαβάζει» κι αυτή πολλά και δυσάρεστα νέα ζητήματα, που ζητούν διαχείριση. Τα πράγματα έχουν «αγριέψει». Η επιλογή της Μόσχας, που κατέστρεψε τη γειτονική της χώρα, σήμανε το ξεκίνημα μιας οδυνηρής περιπέτειας, που από μια μείζονα διεθνή αταξία σήμερα οδηγείται στη διαμόρφωση μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.

Αυτή την «τάξη» είχε προαναγγείλει ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Σ. Λαβρόφ, όταν δήλωνε στις 15 Μαρτίου, με τον πόλεμο στην Ουκρανία να μαίνεται, ότι η στρατιωτική «επιχείρηση» της Ρωσίας «δεν αφορούσε μόνο την Ουκρανία», αλλά «συνιστά τη μετάβαση σε μια νέα παγκόσμια τάξη» και με δεδομένο για τη Μόσχα ότι «οι ΗΠΑ έχουν καταλάβει την Ευρώπη». Λίγες ημέρες αργότερα, στις 28 του ίδιου μήνα, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μ. Πομπέο δήλωνε (στην «Καθημερινή») ότι «υπάρχει μια όλο και πιο σαφής γραμμή μεταξύ αυταρχισμού και δυτικού πολιτισμού» και προέβλεψε ότι στο εξής Ρωσία και Κίνα «θα συνεργάζονται στενότερα». Στις 30 Μαρτίου, ο κ. Λαβρόφ στο Πεκίνο συμφώνησε με τον Κινέζο ομόλογό του, κ. Γουάγκ, για στρατηγική συνεργασία των δύο χωρών, με τον Κινέζο υπουργό να δηλώνει πως «δεν υπάρχει όριο στη συνεργασία Ρωσίας - Κίνας». Την πρόθεση της Μόσχας για τη συνέχεια διατύπωσε πολύ καθαρά ο καθηγητής Αλεξάντρ Ντούκιν, στενός φίλος και σύμβουλος του προέδρου Πούτιν, ο οποίος δήλωνε προ ημερών ότι «η Ρωσία είναι σε σύγκρουση με τις ΗΠΑ, αλλά και με τις παγκόσμιες φιλελεύθερες ελίτ, που προσπαθούν να καταλάβουν τον πλανήτη. Πολεμάμε τη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη».

Σε αυτό το σκηνικό, με τις τρεις ισχυρότερες δυνάμεις του πλανήτη, ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, και τις ισχυρές χώρες που τις ακολουθούν να κινούνται για ένα νέο γεωπολιτικό «μοίρασμα» του κόσμου, η Ελλάδα, που έχει ήδη πάρει θέση σε αυτή τη μείζονα αντιπαράθεση, ως χώρα του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε., μετράει κι αυτή προβλήματα, κινδύνους και ζημίες.

Στην πολιτική σκηνή της χώρας μας, το δράμα της Ουκρανίας προκαλεί βαθιά ανησυχία στην κοινωνία και επηρεάζει αναπόφευκτα τις εσωτερικές εξελίξεις. Μετά από μια περίοδο εκλογολογίας και κυβερνητικής ανησυχίας, που φαίνεται πως πέρασε «ξυστά» από την επιλογή για πρόωρες εκλογές, η θερμοκρασία έπεσε στην πολιτική σκηνή.

Ο πρωθυπουργός, Κυρ. Μητσοτάκης, προέβαλε την ανάγκη για κυβερνητική σταθερότητα έως το 2023 και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο συνεργασιών μετεκλογικά. Με δεδομένη τη λαίλαπα των δραματικών εξελίξεων που προκάλεσε η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η επιλογή αυτή έχει μια εξ ανάγκης λογική πολιτική βάση, που ξεπερνά τις εκλογικές «ανάγκες» του κυβερνώντος κόμματος. Είναι εκ των πραγμάτων προφανές ότι εν μέσω διεθνούς «καταιγίδας» η αύξηση της πολιτικής εσωστρέφειας και η δημιουργία πολύμηνου προεκλογικού κλίματος και κυβερνητικής αστάθειας στη χώρα μας προσεχώς θα είχαν μόνον άσχημα αποτελέσματα.

Ας θυμηθούμε πως, όταν το 1989 γκρεμιζόταν το Τείχος στο Βερολίνο και ξεκινούσε η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας και το 1991 οι Ευρωπαίοι συνυπέγραφαν τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, η πολιτική τάξη της Ελλάδας ήταν «αλλού νυχτωμένη». Ηταν πολύ απασχολημένη με το σκάνδαλο Κοσκωτά, με εκλογικές αναμετρήσεις και παραπομπές πολιτικών προσώπων στη Δικαιοσύνη, μέσα σε ένα σκηνικό παθιασμένης εσωστρέφειας.

Η νέα ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων εκείνων των καιρών βρήκε τις πολιτικές ελίτ της Ελλάδας με το μυαλό «αλλού», φορτωμένες με το «Μακεδονικό» και με τη χώρα σε οικονομικά χάλια. Σήμερα, με την Ευρώπη και τη συμμαχία της Δύσης σε ιστορικών διαστάσεων σφοδρή αντιπαράθεση με τη Ρωσία, καλό θα ήταν να μην ξαναβρεθεί ο πολιτικός κόσμος της Ελλάδας για άλλη μία φορά «αλλού», βυθισμένος σε άγονη εσωστρέφεια και σε πρόωρες εκλογικές μάχες.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 9 Απριλίου 2022