Συχνά, από πολιτικούς διαφόρων κοµµατικών χρωµάτων ακούµε να ασκείται κριτική στην εξωτερική πολιτική κάθε κυβέρνησης για το ενδεχόµενο «εµπλοκής» της Ελλάδας σε διεθνείς «περιπέτειες» εξαιτίας δεσµεύσεών της έναντι τρίτων χωρών.

∆ιατυπώνεται αυτού του είδους η κριτική κάθε φορά που η Αθήνα επιδεικνύει εξωστρέφεια, συνάπτοντας συµφωνίες και συµµαχίες που είτε σπάζουν διπλωµατικές «παραδόσεις» είτε δηµιουργούν νέα δεδοµένα στα πεδία εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας της χώρας. Έτσι, εκφράζονται στην πολιτική σκηνή απόψεις, όπως ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να «µπλέξει» µε τους εθνικισµούς των Βαλκανίων, ότι εκτίθεται σε «παρεξηγήσεις» και σε κινδύνους να χαλάσει τις σχέσεις της µε τρίτες χώρες όταν συνάπτει συµφωνίες όπως οι αµυντικές µε Γαλλία και ΗΠΑ, ότι παίρνει σοβαρά «ρίσκα» όταν ανοίγεται σε συµφωνίες µε τρίτες χώρες στην Ανατολική Μεσόγειο και µε χώρες του Κόλπου ή όταν «µπλέκει» µε τον εµφύλιο πόλεµο στη Λιβύη.

Είναι προφανές ότι στα πεδία της ελληνικής πολιτικής δεν έχει ακόµη εµπεδωθεί το γεγονός ότι οι επί δεκαετίες ισχύουσες µεταπολεµικές πραγµατικότητες και ισορροπίες δεν υφίστανται πλέον στη διεθνή σκηνή. ∆εν έχει γίνει αντιληπτό εξ ολοκλήρου από την πολιτική τάξη ότι η εποχή της σιγουριάς που έδινε στην Αθήνα µε τον «αυτόµατο πιλότο» το σύστηµα ισορροπίας των ∆ύο Κόσµων δεν υπάρχει σήµερα και ότι πολλοί είναι πλέον οι «παίκτες» στο διεθνές στερέωµα. Έτσι, δεν έχει σήµερα για την Ελλάδα το ίδιο ειδικό βάρος ασφάλειας που της έδινε επί δεκαετίες το γεγονός ότι η χώρα ήταν µέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Σήµερα, ούτε το ΝΑΤΟ είναι αυτό που ήταν, ούτε η Ε.Ε. είναι αυτό που ελπίζαµε ότι θα γίνει σε ένα ορατό µέλλον, ούτε οι Ηνωµένες Πολιτείες είναι πλέον η αδιαφιλονίκητα «µία και µόνη υπερδύναµη» της δεκαετίας του ’90. Κατά συνέπεια, είναι σήµερα εκ των πραγµάτων ακυρωµένη η αντίληψη ότι η Ελλάδα πρέπει να κινείται για την ασφάλειά της πάντο\τε µονοδιάστατα σε αυστηρά ευρωατλαντικό πεδίο, χωρίς να αποτολµά «παράλληλες» πορείες και «παραλλαγές». Είναι κατά πολύ ξεπερασµένη και «παλιοµοδίτικη» πλέον η αντίληψη ότι τα «ανοίγµατα» εκτός των αυστηρών πλαισίων της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ φέρνουν σίγουρα κινδύνους και ότι όλα τα προβλήµατα της Ελλάδας, µε πρώτο τις πολεµικές απειλές της Τουρκίας, µόνο µέσα στο «µαντρί» πρέπει να βρουν λύσεις, αφού τα «ανοίγµατα» έξω από αυτό µπορεί να φέρουν επικίνδυνες «εµπλοκές», αν όχι και συµφορές.

Την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα δεν έχει αλλάξει γεωστρατηγικό «στρατόπεδο», παραµένει ξεκάθαρα πιστή σύµµαχος στο αµυντικό σύστηµα ασφαλείας της ∆ύσης και αυτό ακριβώς της έχει δώσει τη δυνατότητα για «ανοίγµατα» προς χώρες οι οποίες ναι µεν δεν ανήκουν στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., αλλά δεν βρίσκονται σε καµία στρατηγική αντίθεση µε το ευρω-ατλαντικό αµυντικό σύστηµα ασφάλειας και -κυρίως- τυγχάνει να συναντώνται µε ελληνικά συµφέροντα. Η ελληνική εξωτερική πολιτική και οι αµυντικοί σχεδιασµοί της χώρας δεν µπορεί παρά να διακρίνονται σήµερα από εξωστρέφεια, πρωτοβουλίες και, ναι, µε κάποια ρίσκα. Η φοβία ότι τα ανοίγµατα της Ελλάδας θα φέρουν µόνο «περιπέτειες» εκφράζεται στην πολιτική σκηνή ατοµικά ή συλλογικά στη βάση µιας νεκρής εκ των πραγµάτων αντίληψης για τη διεθνή κατάσταση. Με δεδοµένους τους στόχους και διαφανείς τις πρακτικές της ισλαµικής Τουρκίας απέναντι στην Ελλάδα, αυτό που προέχει σήµερα για κάθε κυβέρνηση είναι η πολιτική και αµυντική θωράκιση της χώρας µε κάθε προσφερόµενο τρόπο, µε κάθε «άνοιγµα» και κάθε συµµαχία.

Και ας σκεφθούν οι «συνεσταλµένοι» πολιτικοί αναλυτές των Αθηνών ότι η αντίπαλος Τουρκία µόνο τα «ανοίγµατα» και τις «περιπέτειες» δεν φοβάται στη διεθνή σκηνή όταν προωθεί τα δικά της συµφέροντα.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 12/2