Oι πολιτικές δυνάμεις της χώρας που εκπροσωπούνται στο ελληνικό Κοινοβούλιο ξόδεψαν και την εφετινή χρονιά πολλή σκέψη και πολλή ενέργεια προκειμένου να οργανώνουν επιθέσεις οι μεν εναντίον των δε, για να αποδεικνύουν με τις οξείες ρητορείες τους πόσο ατυχή, ανόητα και καταστροφικά για τη χώρα και τους θεσμούς της ήταν όλα όσα κάθε πλευρά έκανε ή σκέφτηκε ή θέλησε να κάνει. Κερασάκι στην τούρτα η πανδημία, έσπασε τα κοντέρ.

Αν οι Έλληνες πολίτες έπαιρναν στα σοβαρά τα όσα εκτόξευσαν και εφέτος οι αστέρες των δύο μεγάλων κομμάτων στη δημόσια σκηνή, θα έπρεπε να σκεφτούν ότι στη μεγάλη πλειονότητά τους κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι είναι αδίστακτοι ψευδολόγοι, παραγωγοί σκανδάλων, ανόητοι, δόλιοι και ανίκανοι να διαχειριστούν ή να κρίνουν σωστά τις εθνικές υποθέσεις. Βεβαίως, οι πολίτες, που αναγκαστικά ζουν καθημερινά στον δύσκολο πραγματικό κόσμο τους και διαχειρίζονται πολύ συγκεκριμένες υποθέσεις και προβλήματά τους, δεν παίρνουν πολύ στα σοβαρά τους τυφεκιοφόρους των πολιτικών παρατάξεων, τις «επικοινωνιακές» ανάγκες των οποίων έχουν πλέον πλήρως αντιληφθεί. Έχουν υποχρεωθεί πλέον οι πολίτες να συμβιώνουν με τον ξεχωριστό «κόσμο» της ελληνικής πολιτικής σκηνής, όπου καθημερινά παρελαύνουν υψίφωνοι ρήτορες και τενόροι των ελληνικών κομμάτων σε διαγωνισμούς πολιτικής οξύτητας.

Όμως, το όλο θέαμα και ακρόαμα που εκπέμπεται από την πολιτική σκηνή προκαλεί μεγάλες απορίες για το πώς, άραγε, αντιλαμβάνονται και συνειδητοποιούν οι διαπληκτιζόμενοι την εθνική οικονομία, τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας, τις στρατηγικές διαστάσεις της και τους κινδύνους που την απειλούν, ιδιαίτερα αυτή την περίοδο της μεγάλης έντασης που επικρατεί στον περίγυρό της. Και το ερώτημα δυναμώνει, όταν η κοινωνία παρακολουθεί τους διαπληκτιζόμενους να μην είναι καν σε θέση να διαχειριστούν σε μια κοινή βάση συνεννόησης μεταξύ τους, μακριά από «καυγάδες», τις μείζονες υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας της χώρας.

Οι Βαλκάνιοι γείτονες της Ελλάδας, οι εταίροι της Ε.Ε. και οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ, βεβαίως και η Τουρκία, διαπιστώνουν ότι οι ελληνικές ηγεσίες δεν έχουν κοινή αντίληψη σοβαρών υποθέσεων, όπως είναι η Συμφωνία των Πρεσπών, η αμυντική συμφωνία Ελλάδας - ΗΠΑ και η προμήθεια τεχνολογικά προηγμένων οπλικών συστημάτων από τη Γαλλία. Επιπλέον, κριτικές εκτοξεύονται από κύκλους της αντιπολίτευσης για τα «ανοίγματα» της Αθήνας στη Μέση Ανατολή και στον αραβικό κόσμο, ενώ και στο ζήτημα της αντιμετώπισης του τουρκικού εθνικισμού άλλοι κύκλοι συνιστούν την παροχή εμπιστοσύνης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την υπεράσπιση των ελληνικών συμφερόντων απέναντι στην επιθετική Τουρκία, παρά στις μεσογειακές συμμαχίες της χώρας. Όσο για το Κυπριακό, πέρα από «ξύλινα» λόγια, αναζητείται ακόμη στην Αθήνα το τι ακριβώς πρεσβεύουν στ’ αλήθεια για το ζήτημα αυτό κυβερνήσεις και κόμματα απέναντι σε μια Τουρκία με ξεκάθαρο στόχο.

Είναι προφανές ότι η πολιτική τάξη της χώρας δεν έχει συνείδηση των προβλημάτων και των υποχρεώσεων που δημιουργούνται από το ότι η Ελλάδα ανήκει στα Βαλκάνια, που βρέχονται από τον Βόσπορο και την Αδριατική, και βρίσκεται επάνω στις στρατηγικές γραμμές που οδηγούν βορείως έως τη Βαλτική και νοτίως από τα Στενά έως το Σουέζ. Δεν έχει αξιολογηθεί η δύναμη της εσωτερικής πολιτικής συνοχής στα ζητήματα αυτά ως βασικού παράγοντα διπλωματικής και αμυντικής ισχύος της χώρας. Η θέση της Ελλάδας στον χάρτη δεν ταιριάζει καθόλου με το διασπασμένο εσωτερικό μέτωπό της σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.

Τα «ναι» και τα «όχι» και τα «ναι μεν, αλλά», οι «γκρίνιες» και οι «διαξιφισμοί» κυβερνήσεων και κομμάτων σε υποθέσεις που άπτονται της εθνικής ασφάλειας προκαλούν σύγχυση, που μόνο κλίμα σιγουριάς και αυτοπεποίθησης δεν φέρνει στην κοινωνία. Κι αν δεν αισθάνονται οι πολίτες εμπιστοσύνη στην κρίση της ηγέτιδας πολιτικής τάξης σε μείζονα εθνικά θέματα, τι να περιμένουμε αν το 2022 προκύψουν «δύσκολες» καταστάσεις στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο;