Mαταίως θα περίμενε η ελληνική διπλωματία να αλλάξει η Τουρκία τις «αναθεωρητικές» πολιτικές της έναντι της Ελλάδας και στο Κυπριακό. Μπορεί να κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες οι επιμέρους πολιτικές της, αλλά οι στόχοι της Άγκυρας είναι σταθεροί: Μόνιμος στρατιωτικός έλεγχος της Κύπρου με τουρκικό «ανεξάρτητο» κρατίδιο ως «οφθαλμό» στην Ανατολική Μεσόγειο και περιορισμό ή και ακύρωση κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στη θάλασσα.

Στο υπουργείο Εξωτερικών δεν αγνοείται ότι το «ενδιαφέρον» της Τουρκίας για τα ελληνικά νησιά στο Ανατολικό Αιγαίο και για τα Δωδεκάνησα είναι παλιό. Εκδηλώθηκε ήδη το 1943, οπότε η Άγκυρα επιχείρησε να τα «πάρει», συζητώντας με τον Τσώρτσιλ, στην πλάτη των Ελλήνων, στα Αδανά, όρους μεταπολεμικών «ανταλλαγμάτων» για την εγκατάλειψη της ουδετερότητάς της - μια θλιβερή σελίδα επίδειξης πολιτικού κυνισμού της βρετανικής διπλωματίας σε βάρος της μαχόμενης τότε Ελλάδας στο πλευρό των Συμμάχων.

Η λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έφερε τελικώς κέρδη στον πονηρό «επιτήδειο ουδέτερο». Αλλά η σκέψη της Τουρκίας για μελλοντικά κέρδη σε βάρος της Ελλάδας δεν έσβησε. Τη συνέχεια, από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα, όλοι τη γνωρίζουμε. Τον κεμαλικό εθνικισμό διαδέχθηκε ο νεο-οθωμανικός εθνικισμός του ισλαμιστή Ερντογάν, που εμπλουτίστηκε με «αυτοκρατορικά» οράματα και με το μεγάλο «κόλπο» της πολιτικής αξιοποίησης της μουσουλμανικής ταυτότητας ως αιχμής μιας επιθετικής εξωτερικής πολιτικής.

Τώρα, η ισλαμική Τουρκία κάνει ό,τι το δυνατόν για να πείσει τη διεθνή κοινότητα ότι αποτελεί μια αυτόνομη περιφερειακή σούπερ δύναμη, η οποία δικαιούται να έχει ανάμειξη σε μείζονες διεθνείς υποθέσεις παντού στον κόσμο. Μόλις προ ημερών, ο εκπρόσωπος της τουρκικής προεδρίας, κ. Καλίν, ανέφερε σε τόνο αυτοκρατορικής αυτοπεποίθησης: «Υπάρχουν τέσσερις-πέντε γεωστρατηγικές περιοχές που επηρεάζουν την παγκόσμια πολιτική -Αφγανιστάν, Ανατολική Μεσόγειος, Συρία, Λιβύη, Καύκασος-, όπου δεν μπορεί να γίνει σχεδιασμός ή να ασκηθεί πολιτική δίχως την Τουρκία»!

Το ισλαμικό καθεστώς Ερντογάν περιέλαβε στις εμμονές του και την ιδέα ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα «μικρή», που εκ των πραγμάτων θα αναγκαζόταν να λησμονήσει ότι αποτελεί μια δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα, μέλος του συστήματος ασφαλείας της Δύσης, και θα αποδεχόταν παθητικά το «μεγαλείο» της νεο-οθωμανικής Τουρκίας. Το γεγονός ότι, εξαιτίας λανθασμένης εκτίμησης των ελληνικών δεδομένων, απέτυχε οικτρά σε αυτή την προσπάθειά του έχει προκαλέσει εκνευρισμό μεγάλο στον φαντασιόπληκτο Ερντογάν, που πλέον παραπατάει μεταξύ Δύσης, Μόσχας και τζιχαντικού ισλαμισμού και βλέπει την Ελλάδα να αναβαθμίζεται γεωστρατηγικά στη περιοχή που ενώνει τα Βαλκάνια με το Σουέζ.

Ο Τούρκος δικτάτορας διαπιστώνει, ακόμα, ότι οι υπερφίαλες συμπεριφορές του απέναντι στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ και γενικότερα ο αντι-δυτικισμός του έχουν το κόστος τους. Ειδικότερα στην περιοχή μας, η διάταξη των αμερικανικών βάσεων στη Θράκη και οι αμυντικές συνεργασίες Ελλάδας - ΗΠΑ και συμμαχικών δυνάμεων της Ανατολικής Μεσογείου παρακάμπτουν τον «πολύτιμο εταίρο» Ερντογάν. Και επιπλέον, στα Βαλκάνια η Ουάσινγκτον οργανώνει γύρω από την Ξάνθη και την Αλεξανδρούπολη ένα σύνολο σημαντικών στρατιωτικών δραστηριοτήτων που αφήνουν έξω από το κάδρο την Τουρκία και τα Στενά και «βλέπουν» τη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Ευρώπη. Από το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης ξεκινάει μια στρατιωτική «γραμμή» που φτάνει έως τη Βαλτική Θάλασσα.

Όλα αυτά, όμως, δεν εμποδίζουν το καθεστώς Ερντογάν να προσπαθεί να κρατά σταθερή τη στρατηγική του για την Ελλάδα και ζωντανό το όραμα για μια «τουρκική» Κύπρο. Άλλωστε, όπως έχει εκτεθεί απέναντι στα ακροατήριά του στη χώρα του και στους συμμάχους του «Γκρίζους λύκους», ο Τούρκος πρόεδρος είναι εγκλωβισμένος στην επιθετική ρητορική του προς την Ελλάδα. Από εκεί και πέρα, είναι πάντοτε ανοικτό το ενδεχόμενο να επιχειρήσει κάποιο «επεισόδιο» ο εκνευρισμένος Ερντογάν.

Η Αθήνα είναι, συνεπώς, αναγκασμένη να κρατά διαρκώς σε υψηλό βαθμό ετοιμότητας την άμυνά της.