Η επόμενη Σύνοδος Κορυφής της Ε.Ε. δεν είναι μακριά. Και δεν είναι μόνο το «φιάσκο» του Αφγανιστάν που θα απασχολήσει τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι συμμερίζονται την κατάρρευση της σχεδιασμένης από τις ΗΠΑ «νέας Μέσης Ανατολής». Για ακόμα μία φορά, θα τεθούν ζητήματα τα οποία αφορούν την Τουρκία, μέσω του Μεταναστευτικού, με την Αγκυρα να τα αξιοποιεί πολιτικά στο πεδίο των ευρωτουρκικών σχέσεων.
Η Αθήνα είναι υποχρεωμένη να επιδιώξει υπέρ των ελληνικών συμφερόντων την καλύτερη δυνατή διαχείριση της υπόθεσης που αφορά την πολιτική αναβάθμιση των σχέσεων Ε.Ε. – Τουρκίας μέσω μιας νέας συμφωνίας τελωνειακής ένωσης. Και αυτό σημαίνει ότι κάποια στιγμή, όχι αργά, η ελληνική ηγεσία θα πρέπει να αναμετρηθεί με το πρόβλημα που δημιουργεί για την Ελλάδα και την Κύπρο η κατάφωρα φιλοτουρκική στάση των Γερμανών - μια στάση που δεν είναι άσχετη και με τη στενή στρατηγική συνεργασία της Αθήνας με την Ουάσινγκτον στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Τουρκία εξακολουθεί να εκδηλώνει επιθετικότητα προς την Ελλάδα και να παραβιάζει τη διεθνή νομιμότητα - πράγμα που έχει επισήμως πιστοποιήσει η Ε.Ε.

 Η Αθήνα

Η Αθήνα δεν μπορεί να παρακάμπτει διαρκώς με διπλωματικά «τσαλίμια» την αρνητική στάση του Βερολίνου προς την Ελλάδα σε όλα τα ζητήματα που αφορούν την εξωτερική πολιτική και εθνική ασφάλειά της στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και στην υπόθεση της «συνεργασίας» της Αγκυρας με τη Λιβύη. Βεβαίως, το εν λόγω ζήτημα, εφόσον τεθεί στην Ε.Ε., δεν θα μπορεί να υποσχεθεί μια εύκολη διαχείριση. Διότι η Γερμανία «παίζει» σήμερα παιχνίδια γεωπολιτικά, αξιοποιώντας την πραγματικότητα που έχει περιγράψει ο πρώην πρωθυπουργός της Σουηδίας Καρλ Μπιλντ, λέγοντας: «Η Ε.Ε. περιέρχεται ραγδαία στο διεθνές γεωπολιτικό περιθώριο και καθίσταται ασήμαντη».
Το Βερολίνο δεν κινείται στην Ε.Ε. με πνεύμα συνεργασίας για κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές. Αντιθέτως, ολοένα και πιο συχνά το Βερολίνο του 21ου αιώνα κινείται στη γερμανική «γραμμή» του 1941, τότε που ο προϊστάμενος ενημέρωσης του υπουργείου Εξωτερικών της χιτλερικής Γερμανίας δήλωνε: «Στόχος είναι μια ομοσπονδιακή Ευρώπη υπό την ηγεσία και προστασία της ισχυρότερης, υγιέστερης και πιο υπεύθυνης ομάδας δυνάμεων»… Οποια κι αν είναι η άποψη της οικονομικά ισχυρής και υγιέστερης «ηγέτιδος» Γερμανίας για τη σημερινή Ευρώπη και όσο κι αν η Ελλάδα βαρύνεται με το ότι διαχειρίστηκε οικτρά, επί έτη, τις σχέσεις της με το ευρωπαϊκό σύστημα ήδη από τον καιρό της ένταξής της σε αυτό, η σημερινή πολιτική ηγεσία και η πολιτική τάξη της χώρας μας στο σύνολό της οφείλουν να εργαστούν εντατικά για να μην «πνιγούν» κρίσιμα ζητήματα εθνικής ασφαλείας της Ελλάδας στα γερμανικά νερά του Ρήνου.
Αν η σημερινή Γερμανία θέλει να παίξει κι αυτή «αυτοκρατορικά» γεωπολιτικά παιχνίδια μακριά από τα σύνορά της, προς Ανατολάς, με συνέταιρό της, μάλιστα, τον «Αδελφό Μουσουλμάνο» Ταγίπ Ερντογάν,
δεν είναι δυνατόν να δεχτεί η Αθήνα να πληρώσει αυτή τη νέα οικτρή φαντασίωση του Βερολίνου. Καλό θα ήταν, φυσικά, να μην υπήρχε αυτό το βαρύ νέφος πάνω από το πεδίο των ελληνογερμανικών σχέσεων.

 Το Βερολίνο

 Λογικό είναι να μην επιθυμεί «ρήξη» με το Βερολίνο η ελληνική κυβέρνηση, όμως κάτι πρέπει να κάνει για να αλλάξει κάποια πράγματα σε αυτή την υπόθεση. Διότι ο χρόνος που περνά, με το γερμανοτουρκικό «φλερτ» να ανθεί, ζημιώνει την Αθήνα. Οσο η Γερμανία θα εξακολουθεί να παίζει τόσο δυνατά το τουρκικό «χαρτί» χωρίς ισχυρές αντιστάσεις από την κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη, τόσο η Ελλάδα θα χάνει διαρκώς «πόντους» στην Ε.Ε., το ίδιο και η Κυπριακή Δημοκρατία.