Η υπόθεση της Κύπρου αντιμετωπίζεται έως τώρα από τις ελληνικές κυβερνήσεις ως μια υπόθεση εξωτερικής πολιτικής, που τυπικά συμβαδίζει με τα διμερή ελληνοτουρκικά ζητήματα και αντιμετωπίζεται εξ Αθηνών στη βάση του δόγματος «Η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα συμπαρίσταται». Ως «εθνικό θέμα», το Κυπριακό κατά καιρούς μπαίνει «στο ράφι» της ελληνικής διπλωματίας, κάποιες άλλες στιγμές επανέρχεται στο κέντρο του ενδιαφέροντός της, με συμμετοχή της Αθήνας σε συνομιλίες όπως αυτές του Κραν-Μοντανά το 2017 και προ εβδομάδων της Πενταμερούς στη Γενεύη.

Εδώ και πέντε χρόνια, η ισλαμική Τουρκία εμπλουτίζει τις επιθετικές πολιτικές και τις απειλές πολέμου προς την Ελλάδα και περικυκλώνει στρατιωτικά την Κύπρο, όπου και ενισχύει τη δυναμικότητα της στρατιωτικής βάσης της στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη. Την τελευταία διετία, η ελληνική κυβέρνηση έχει εντάξει την υπόθεση της Κύπρου σε ένα ευρύ πλαίσιο πολιτικής ασφαλείας συνολικά για την Ανατολική Μεσόγειο, με πολιτικές και στρατιωτικές συμμαχίες Αθήνας και Λευκωσίας με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και με δύο αραβικές χώρες του Κόλπου, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σαουδική Αραβία.

Η πολιτική αυτή, που ξεκίνησε προ δεκαετίας και ιδιαίτερα εντάθηκε από τον πρωθυπουργό, Κυρ. Μητσοτάκη, και τον υπουργό Εξωτερικών, Ν. Δένδια, σε ευθεία «γραμμή» με την αντίληψη των ΗΠΑ στην περιοχή αυτή, «αιχμαλώτισε» τελικώς τον τυχοδιώκτη Ερντογάν, που, προκειμένου να επιδείξει «πυγμή» στη Μεσόγειο, στράφηκε προς τη Λιβύη, στα δυτικά εδάφη της οποίας επιχειρεί να δημιουργήσει μια τουρκική «δορυφορική» χώρα, για να φτιάξει μια δική του «περικύκλωση». Ομως, αυτό δεν σημαίνει ότι ο ισλαμιστής Τούρκος πρόεδρος δεν έχει τον νου του στην Κύπρο. Αντιθέτως, φαίνεται να σχεδιάζει το «επόμενο βήμα» του με συγκεκριμένες ενέργειες και με καθαρά διχοτομική λογική. Τον τελευταίο χρόνο, η διεθνής θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας ενισχύθηκε και η Ελλάδα αναβάθμισε σημαντικά τη στρατιωτική ισχύ της, αλλά στο διπλωματικό πεδίο για ακόμα μία φορά η Αγκυρα με «πρωτοβουλίες» της δημιουργεί εξελίξεις:
Ενσωματώνει τα Βαρώσια στο ψευδοκράτος και δηλώνει με καθαρή φωνή ότι συνομιλίες για το Κυπριακό δεν θα διεξαχθούν όσο δεν αναγνωρίζεται ως ξεχωριστό κράτος στη Βόρεια Κύπρο, στο διεθνώς παράνομο αποικιακό μόρφωμα της Τουρκίας, η «Τουρκική Δημοκρατία της Β. Κύπρου», που ίδρυσε στο νησί η Αγκυρα τον Νοέμβριο του 1983.

Η σημερινή συγκυρία δίνει στην Αθήνα μια τελευταία ευκαιρία να «απαντήσει» στον Ερντογάν, δίνοντας τέλος στη φάρσα των «συνομιλιών»
Σήμερα, το δόγμα «Η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα συμπαρίσταται» είναι ξεπερασμένο από τις εξελίξεις και δεν σημαίνει τίποτε το συγκεκριμένο, διότι από την πλευρά της η Τουρκία και αποφασίζει και ενεργεί, άρα εκ των πραγμάτων εκβιάζει «απαντήσεις» από τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι ελληνικές «καταγγελίες» της Τουρκίας στα διεθνή βήματα, στον ΟΗΕ, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στο ΝΑΤΟ ή αλλού, δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα, πόσω μάλλον που ευθέως ο αρχηγός των «Αδελφών Μουσουλμάνων», Ταγίπ Ερντογάν, δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν δέχεται τις αποφάσεις του ΟΗΕ, «γράφει» καταλλήλως τη διεθνή έννομη τάξη και δεν τρέφει κανέναν σεβασμό προς τη Δύση.

Η ώρα της αλήθειας για την Κύπρο πλησιάζει: Ή θα δεχθούν, Αθήνα και Λευκωσία, τις συνομιλίες για την αυτοδιάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και ένα συνταγματικό μόρφωμα με αυτόνομο, κυρίαρχο τουρκικό κράτος στον βορρά της νήσου, ή θα σταματήσουν οριστικά τις «συνομιλίες» για «λύση του Κυπριακού» και θα κινηθούν για να διασφαλίσουν τα εδαφικά όρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας που είναι ανεξάρτητο κράτος-μέλος των Ηνωμένων Εθνών και πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Η σημερινή συγκυρία δίνει στην Αθήνα μια τελευταία ευκαιρία να «απαντήσει» στον Ερντογάν, δίνοντας τέλος στη φάρσα των «συνομιλιών», που, αν συνεχιστούν, θα παραδώσουν την Κύπρο με «ομοσπονδιακό» μανδύα στον έλεγχο της ισλαμικής Τουρκίας. Η ελληνική ηγεσία πρέπει να αναρωτηθεί: Αποτελεί, ναι ή όχι, η Κύπρος μια υπόθεση εθνικής ασφαλείας για την Ελλάδα;