Είναι διατυπωμένη σε πολλά κείμενα και δηλώσεις Ευρωπαίων και Αμερικανών πολιτικών και αξιωματούχων του ΝΑΤΟ, αλλά και σε ελληνικά πολιτικά κέντρα, η άποψη για την ανάγκη να παραμείνει «πολύτιμος στρατηγικός εταίρος» της Δύσης η Τουρκία. Το ζήτημα έχει τεθεί εξαιτίας της αντιδυτικής ρητορικής της Αγκυρας και της συνεργασίας της με τη Ρωσία - εξέλιξη που άναψε ένα «σήμα κινδύνου» στο αμυντικό σύστημα ασφαλείας της Δύσης, στο οποίο ανήκει η Τουρκία ως πλήρες μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952.

Στο πεδίο αυτό επικρατεί αιτιολογημένα ένας σοβαρός προβληματισμός για το μέλλον των σχέσεων της Συμμαχίας με μια Τουρκία «νέα», μια χώρα με ισλαμικό πρόσωπο, με δικές της στρατηγικές, που είναι δυσχερές να εναρμονιστούν με τις θέσεις και τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Δεν είναι οι ρωσικοί S-400 το ζήτημα. Η Δύση προβληματίζεται με τον μελλοντικό προσανατολισμό της Τουρκίας, που δεν εξαρτάται πλέον μόνο από τις σουλτανικές φαντασιώσεις του Ερντογάν.

Σήμερα, ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, προσπαθεί να στερεώσει την εσωτερική συνοχή του ΝΑΤΟ και να φέρει πίσω «στο μαντρί» την Τουρκία με το καλό ή με το ζόρι. Ομως, αυτή η κίνηση της Ουάσινγκτον μπορεί να «στριμώξει στα σχοινιά» για ένα διάστημα τον Ταγίπ Ερντογάν, αλλά δεν πρόκειται να ακυρώσει τη στρατηγική πορεία του νεαρού τουρκο-ισλαμισμού. Ο ακραία φιλόδοξος και επιθετικός νεο-Οθωμανός πρόεδρος δεν στοχεύει σε κοινές στρατηγικές και «καλές σχέσεις» με τη Δύση. Αντιθέτως, έχει ήδη δημιουργήσει με επιλογές του μια κατάσταση που απομακρύνει σταδιακά την Τουρκία από τη Δύση και την οδηγεί προς Ανατολάς, σε ρόλο ηγέτη των απανταχού σουνιτών μουσουλμάνων, σε αγαστή συνεργασία με τους «ριζοσπάστες» «Αδελφούς Μουσουλμάνους», που κινούνται δραστήρια εναντίον των μετριοπαθών μουσουλμανικών κρατών. Και ενώ ο Τούρκος «χαλίφης» υποστηρίζει τις φιλόδοξες όσο και ριψοκίνδυνες επιλογές του και «παίζει» με τους Δυτικούς με πολιτικό σπόνσορά του στην Ε.Ε. το Βερολίνο, οι διευθύνοντες το αμυντικό σύστημα ασφαλείας της Δύσης δεν αποτολμούν μια «κόντρα» με τους νεο-Οθωμανούς της Αγκυρας. Εξακολουθούν να την κοιτάζουν με την παλαιά, μεταπολεμική λογική των Δύο Κόσμων, στην οποία η Τουρκία αποτελούσε βεβαίως εκ των πραγμάτων «πολύτιμο στρατηγικό εταίρο» του ΝΑΤΟ, το ίδιο όπως και η Ελλάδα.

Η Δύση προβληματίζεται με τον μελλοντικό προσανατολισμό της Τουρκίας, που δεν εξαρτάται πλέον μόνο από τις σουλτανικές φαντασιώσεις του Ερντογάν
Ομως, στην Αγκυρα οικοδομείται πλέον από το καθεστώς Ερντογάν ένα εσωτερικά ισχυρό νεο-οθωμανικό κράτος, που απευθύνεται στο μαχητικό Ισλάμ και έχει ήδη ξεφύγει από τις «επιρροές» των δυτικών ιδεών και θεσμών του 20ού αιώνα. Το καθεστώς Ερντογάν υιοθετεί σε Δημόσια Διοίκηση, Εκπαίδευση και Ενοπλες Δυνάμεις μια παραλλαγή του ιρανικού «μοντέλου» και δίνει πολιτική γλώσσα και ένοπλη υποστήριξη στο Ισλάμ, πράγμα που φυσιολογικά το οδηγεί σε νέες γεωπολιτικές αναγνώσεις και σε στρατηγικές που βρίσκονται έξω από το πλαίσιο των στόχων της μεταπολεμικής Δύσης.

Είναι, συνεπώς, εκ των πραγμάτων, θέμα χρόνου η τελική ευρωατλαντική επιλογή: Είτε το ΝΑΤΟ θα αποδεχθεί στους κόλπους του την Τουρκία ως εκπρόσωπο του μαχητικού Ισλάμ και πολιτικό προστάτη του αντιδυτικού μουσουλμανικού κόσμου, είτε θα πάρει «διαζύγιο» από τον εθνικιστή Ερντογάν και θα ανατάξει σε εντελώς νέες στρατηγικές βάσεις τις δυνάμεις της.
Η Ελλάδα, πιστό μέλος του ΝΑΤΟ, για την ώρα «περιμένει». Ισως η Σύνοδος Κορυφής, μεθαύριο, να απαντήσει, διά στόματος Τζο Μπάιντεν, σε ερωτήματα που αφορούν και τη διαρκή στρατιωτική πίεση της Τουρκίας σε βάρος της χώρας μας.

Στην Αθήνα, πάντως, πολιτικοί, διπλωμάτες και στρατιωτικοί γνωρίζουν ένα πράγμα: ότι και στις καλύτερες ημέρες των συμμαχικών σχέσεων της «κεμαλικής» Τουρκίας με το ΝΑΤΟ, η Αγκυρα συστηματικά άσκησε επιθετική πολιτική και εκτόξευε στρατιωτικές απειλές έναντι της Ελλάδας, το ίδιο που και σήμερα πράττει ο ισλαμιστής, αντιΔυτικός Ταγίπ Ερντογάν.

Τι ακριβώς «περιμένει», λοιπόν, η Αθήνα σήμερα από το ΝΑΤΟ και τον πρόεδρο των ΗΠΑ; Σε δύο 24ωρα, το ερώτημα θα έχει απαντηθεί με κάποιον τρόπο…