Είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον και άκρως αποκαλυπτικό κάποιων υπόγειων «ρευμάτων» στα πεδία της εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας το πόσο πολύ και με πόση θέρμη η μαχητική κοινότητα των εγχώριων «Βερολινέζων» υποστηρίζει τον κατευνασμό της Τουρκίας, την αποφυγή κάθε «έντασης» στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και την ευθυγράμμιση της Ελλάδας μόνο με ό,τι μπορεί να «διδάσκει» η Ευρωπαϊκή Ενωση, υπό γερμανική καθοδήγηση. Ετσι, μετά την επίσκεψη του κ. Τσαβούσογλου στην Ελλάδα, σε «καλό κλίμα», χαρούμενοι οι «Βερολινέζοι» εκτίμησαν «ιωακειμιδικώς» ότι είναι «καλύτερο να ομιλούν δημοσίως οι υπουργοί Εξωτερικών για μπάσκετ και ποδόσφαιρο», πράγμα που «σημαίνει ότι μπορούν να συζητούν τα «άλλα θέματα», όχι ποδοσφαιρικώς, πίσω απ τις κλειστές πόρτες»!

Καλοί τρόποι και «κλειστές πόρτες», διότι κάθε άλλος τρόπος είναι μόνον «ποδοσφαιρικός».

Αυτή είναι η περί διπλωματίας αντίληψη του σκληρού πυρήνα των εγχώριων «εκσυγχρονιστών». Ο εκλεκτός αυτός χώρος θεωρεί ότι, εφόσον η Ελλάδα είναι μέλος της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, δεν μπορεί να έχει πλέον δική της εξωτερική πολιτική, εκτός του ιερού ευρωπαϊκού «πλαισίου». Ο κύκλος αυτός, που ανδρώθηκε πολιτικά και καθηγητικά στο εργαστήριο του Κ. Σημίτη, όχι μόνο αντιπαθεί βαθιά τα στρατηγικά «ανοίγματα» της Αθήνας προς τους συμμάχους της στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά φτάνει και να αποδοκιμάζει ευθέως τις «παρέες» της ελληνικής κυβέρνησης με τις… Ηνωμένες Πολιτείες! Εγραφε προ ημερών στο «Βήμα» ο ειδικός σύμβουλος του ΕΛΙΑΜΕΠ, κ. Σωτ. Βαλντέν: «Η θέση μας είναι πρώτιστα με την Ευρώπη. Σε αυτό το πλαίσιο ενδείκνυται και μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, όχι όμως ο υποτελής και εν γένει αντιευρωπαϊκός ρόλος του “πιο πιστού εταίρου των ΗΠΑ”»…
Η Αθήνα έχει σήμερα ένα ανοικτό πεδίο κινήσεων στην Ευρώπη και γενικότερα στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον

Γενικότερα, υποστηρίζεται από τους πιο φανατισμένους «ευρωπαϊστές» αυτής της κατηγορίας, με την ίδια ένταση όπως και στη δεκαετία ’90, ότι το γεγονός πως η Τουρκία κρατά σταθερές τις ισχυρές πολιτικές και στρατιωτικές πιέσεις της και διατηρεί διακηρυγμένη «απειλή πολέμου» προς την Ελλάδα δεν πρέπει να απομακρύνει την Αθήνα από τη διπλωματία των Βρυξελλών και του Βερολίνου. Κι ας μη διαθέτει η Ε.Ε. κανέναν μηχανισμό κοινής ευρωπαϊκής Αμυνας, που θα κάλυπτε τα ελληνικά - ευρωπαϊκά σύνορα έναντι της επιθετικής Τουρκίας. Και αν αυτή η πραγματικότητα δεν ικανοποιεί την Αθήνα, τότε αυτή οφείλει να συνεργάζεται εσαεί με την Ε.Ε. σε πλαίσιο αναζήτησης «κατευναστικής» πολιτικής προς την Τουρκία και «βελτίωσης των ευρωτουρκικών σχέσεων.

Ας μιλάμε, λοιπόν, δημοσίως με τον κ. Τσαβούσογλου για μπάσκετ και ποδόσφαιρο και για τα «άλλα» πίσω από κλειστές πόρτες, με το χαρτί των οδηγιών της γερμανικής «διαμεσολάβησης», μακριά από τους πολιτικούς «υποτελείς» των ΗΠΑ. Αναμφίβολα, οι «κατευναστικοί» έχουν έναν σοβαρό λόγο να ζητούν επίμονα την παραμονή στη «σημιτική» γραμμή και να δυναμώνουν τη ρητορική περί «νέου Ελσίνκι». Στόχος τους είναι να δικαιωθεί, ει δυνατόν, εκ των υστέρων, κάποια στιγμή, η ηττημένη πολιτική Σημίτη του 1996-2004. Αν με τη «διαμεσολάβηση» των Γερμανών μπορεί να ξαναπάρει κάποια ζωή το νεκρό σώμα εκείνης της πολιτικής, τότε ένας νέος «διάλογος» πίσω από «κλειστές πόρτες» μπορεί να δώσει μιαν ανάσα στους βαλλόμενους «σημιτικούς» για τον εμπλουτισμό της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής επί των ημερών τους.

Οσο για τη στενή στρατιωτική συνεργασία της κυβέρνησης Κυρ. Μητσοτάκη με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα Εμιράτα, στη βάση μιας κοινής στρατηγικής αντίληψης για τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, καθώς και για την Ανατολική Μεσόγειο, αυτή πράγματι «διαολίζει» τους «σημιτικούς». Διότι είναι έξω από τον δικό τους μονόδρομο, πέφτει μακριά απ το «Ελσίνκι», οπότε είναι αυτονοήτως… «αντιευρωπαϊκή». Η Ελλάδα έχει σήμερα ένα ανοικτό πεδίο κινήσεων στην Ευρώπη και γενικότερα στο ευρύτερο διεθνές περιβάλλον της. Οι μαραμένοι «σημιτιστές» δεν λένε να καταλάβουν ότι ο καιρός τους πέρασε προ πολλού.