Όπως κι αν θέλει να κρίνει και να μετρά η αντιπολίτευση τα έργα της «γαλάζιας» κυβέρνησης, δεν κερδίζει πολιτικά τίποτε το ουσιαστικό, προς το παρόν τουλάχιστον. Αυτό απεικονίζεται και στις δημοσκοπήσεις, αλλά πιστοποιείται και στο πολιτικό πεδίο καθημερινά: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά τα ισχυρά κτυπήματα που δέχεται από την πανδημία, παρ’ ότι φορτωμένη με μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα και με άστοχες επιλογές της σε ορισμένους τομείς και παρ’ ότι δέχεται την άγρια κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης για οτιδήποτε αποφασίζει ή επιχειρεί, δεν φαίνεται να χάνει την κοινωνική στήριξη που πήρε στις εκλογές του 2019. Πιστοποιείται επίσης, την ίδια ώρα, ότι η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, δεν αυξάνει τις δυνάμεις που πήρε από την κοινωνία στις ίδιες εκλογές.

Αυτό παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι μετά τη λήξη της μάχης του 2019 ξεκίνησαν -πράγμα φυσιολογικό- οι προσπάθειες πρώτιστα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝ.ΑΛ. για ανασυγκρότηση των δυνάμεών τους και ανανέωση του πολιτικού προσώπου τους, αλλά σήμερα, τέλος ανοίξεως του 2021, δεν έχουν ακόμη καταφέρει ούτε καν να πλησιάσουν τους στόχους τους.

Το κενό στην Αριστερά είναι μεγάλο και δεν μπορεί διαρκώς να κρύβεται πίσω από τις αντιπολιτευτικές ρητορείες αμήχανων στελεχών
Οι επιθυμίες τους παραμένουν ανεκπλήρωτες και είναι εντυπωσιακό ότι τα δύο αυτά κόμματα, που συνολικά καλύπτουν πλειοψηφικά τον μεγάλο χώρο της λεγόμενης «Κεντροαριστεράς», δεν είναι ακόμα σε θέση να αυτοπροσδιοριστούν πολιτικά. Βασανίζονται από διλήμματα σχετικά με τον προσανατολισμό τους προς τα «δεξιά» ή προς τα «αριστερά» και επιπλέον προβληματίζονται δημοσίως κι υπογείως για το κατά πόσο μελλοντικά θα μπορούσαν να συμπορευθούν ως «μέτωπο» κατά της Νέας Δημοκρατίας. Ετσι, τα κόμματα που διοικούν ο κ. Τσίπρας και η κυρία Γεννηματά αφήνουν άπλετο χώρο κίνησης για μεταρρυθμίσεις και διόρθωση λαθών στην κυβέρνηση των «τεχνοκρατών» του κ. Μητσοτάκη.

Και στο μεν ΚΙΝ.ΑΛ. είναι φανερές και κατανοητές οι δυσκολίες για την ανανέωση ενός κόμματος που δεν μπορεί να κρύψει το γήρας του και παρατάσσει στη βιτρίνα του πρόσωπα παλαιάς «σοσιαλιστικής» κοπής από το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ, πρόσωπα φθαρμένα από καιρό, φορτωμένα με σκληρές πολιτικές ήττες και εγκληματικά οικονομικά λάθη, με συμβολική της βαθιάς παρακμής του την παρουσία του κ. Γιώργου Παπανδρέου στην «πρώτη γραμμή».

Αλλά η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ διαφέρει. Εδώ η αδυναμία εσωτερικής συνοχής και νέας πολιτικής παραγωγής εντυπωσιάζει. Από τη γενικότερη εικόνα του κόμματος και από τις θέσεις που προβάλλουν τα στελέχη του προκύπτει ότι τα πολιτικά νιάτα που έφερε στη δημόσια σκηνή ο κ. Αλέξης Τσίπρας το 2012-2015 και η απότομη «ωριμότητα» της επόμενης τετραετίας έχουν εντελώς χαθεί. Και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει τώρα με απελπισμένο μεσήλικο, που προσπαθεί να αντλήσει δύναμη από τις αναμνήσεις των παιδικών χρόνων εκείνης της ριζοσπαστικής Αριστεράς που συγκέντρωσε στους κόλπους της ποικιλίες «σκληρών» αριστεριστών, νοσταλγών του γαλλικού Μάη του ’68 και του ΕΑΜ και δραπετών από το ΚΚΕ των διαδόχων του Χαρίλαου Φλωράκη.

Το πολιτικό κενό στην Αριστερά είναι μεγάλο και δεν μπορεί διαρκώς να κρύβεται πίσω από τις νευρικές αντιπολιτευτικές ρητορείες αμήχανων στελεχών. Κι έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ανταποκριθεί στην εμπιστοσύνη που εξακολουθεί υπομονετικά να του παρέχει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό πολιτών, οι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι με την κεντροδεξιά κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Οι πιστοί στον κ. Τσίπρα προφανώς περιμένουν από αυτόν να είναι κάτι περισσότερο από αρχηγός κόμματος καθημερινής διαμαρτυρίας. Τα σημερινά δεδομένα δείχνουν, λοιπόν, ότι όσο δύσκολα κι αν διαχειρισθεί τα οικονομικά πράγματα μετά το καλοκαίρι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δεν προβλέπεται να απειληθεί σοβαρά το 2023 από τον ΣΥΡΙΖΑ, τόσο ώστε να χάσει την εξουσία. Αν, πάλι, για κάποιον λόγο, διεξαχθούν πρόωρες εκλογές, η πρωτοβουλία για το επόμενο βήμα θα ανήκει πρώτιστα στη Νέα Δημοκρατία, αφού αυτή θα έχει δρομολογήσει τις εξελίξεις στην οικονομία.


Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά