Από το ξεκίνημα της μεταψυχροπολεμικής εποχής, το 1990, και τα επόμενα χρόνια οι ελληνικές ηγεσίες δεν μπόρεσαν να προχωρήσουν σε προσαρμογές των πολιτικών στοχεύσεών τους στα νέα δεδομένα, τα οποία αναπόφευκτα επηρέασαν την Ευρώπη, το ευρύτερο ευρωατλαντικό μπλοκ και το γεωπολιτικό περιβάλλον μας. Εγκλωβισμένες σε μια διαρκή εσωστρέφεια, κυβερνήσεις και κόμματα ξόδεψαν για μεγάλο διάστημα τις δυνάμεις τους ασχολούμενες παθιασμένα με «εσωτερικές υποθέσεις» (πολιτικά και οικονομικά σκάνδαλα) και με το «Μακεδονικό», το οποίο διαχειρίστηκαν αδέξια και σπασμωδικά, μέσα σε μια ταραγμένη πολιτική σκηνή.

Τα πράγματα εξελίσσονταν ραγδαία γύρω από την Ελλάδα, αλλά οι ηγεσίες της δεν θεώρησαν τότε ότι οι μεγάλες, ιστορικών διαστάσεων, μεταβολές που έφερναν στον κόσμο η διάλυση της ΕΣΣΔ και του ανατολικού μπλοκ στην Ευρώπη αφορούσαν ιδιαιτέρως και τη χώρα μας. Οι δραστικές αλλαγές επηρέασαν ευθέως όχι μόνο στρατηγικές ισορροπίες μισού αιώνα, αλλά και τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά πράγματα διεθνώς, σε έκταση και βάθος.

Η εσωτερική πολιτική σκηνή της Ελλάδας, όμως, πάντοτε βυθισμένη στα χαμηλά φώτα της εσωστρέφειας, με μειωμένη πολιτική όραση, έχασε πολλά «επεισόδια» και αναπόφευκτα η χώρα έμεινε στάσιμη και υπέστη σοβαρές ζημίες, για να οδηγηθεί τελικά και στη χρεοκοπία το 2010.

Το αντιπαραγωγικό υλικό αυτής της εσωστρέφειας επηρεάζει πλέον έως και σήμερα όλα τα στοιχεία της ασκούμενης πολιτικής σε κάθε τομέα, από κάθε κυβέρνηση, διαστρεβλώνει τις διαδικασίες παραγωγής πολιτικού έργου και αδυνατίζει απελπιστικά την πολιτική σκέψη όλων των κομμάτων.

Για τον λόγο αυτόν, οι πρωταγωνιστές του εγχώριου «πολιτικού συστήματος», πιασμένοι στα δίχτυα των ισχυρών επιθυμιών τους για εκλογικές νίκες και κυβερνητική εξουσία, δεν είχαν καταφέρει να αντιληφθούν ούτε το 2010 τι ακριβώς σήμαιναν για την ελληνική κοινωνία η επίσημη αναγνώριση χρεοκοπίας της Ελλάδας και η υπαγωγή της στον έλεγχο των ξένων δανειστών της. Ομως, ο αναπότρεπτος βίαιος μετασχηματισμός της κοινωνίας προκάλεσε, μεταξύ άλλων, τη μετατροπή των «μεσαίων» αστών σε μια νέα, άμορφη κοινωνική τάξη, βαριά τραυματισμένη οικονομικά, ανασφαλή και σε ακατάστατες, περιστασιακές σχέσεις πλέον με τα πολιτικά κόμματα της χώρας.

Στην κατατεμαχισμένη αυτή ευρεία κοινωνική περιοχή βρίσκονται και τα αστικά μεσοστρώματα, οι περίφημοι «κεντρώοι», τους οποίους και πάλι εφέτος αναζητούν, για να τους εντάξουν στην εκλογική «επιρροή» τους, η Κεντροδεξιά και η Κεντροαριστερά. Και οι δύο παρατάξεις κυνηγούν και πάλι κάτι που δεν υπάρχει, αφού ως συγκροτημένη τάξη οι «μεσαίοι» βρίσκονται μόνο στο μυαλό των κομματικών ηγεσιών. Οπως σημειώνει στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του «Το μεσαίο κενό» (Εκδ. Παπαδόπουλος ) ο Φοίβος Καρζής, η γνωστή μας έως τώρα «μεσαία τάξη», μετά τον κλονισμό της χρεοκοπίας και σε περιβάλλον «παγκοσμιοποίησης», δεν βρίσκεται ενώπιον μιας ανασυγκρότησής της. Η υπόθεσή της έχει να κάνει με την ανάγκη της εκ θεμελίων συγκρότησης μιας νέας μεσαίας τάξης, με εσωτερική συνοχή.

Το κυνήγι των «κεντρώων» φαίνεται να περιορίζεται μάλλον στη Ν.Δ., η συντηρητική ηγεσία της οποίας κινείται με «ρεαλιστικό», φιλελεύθερο πνεύμα απέναντι στα «υπόλοιπα» της μεσαίας τάξης, με στόχο να θεραπεύει τις ανασφάλειές της με προτεινόμενες αστικές «μεταρρυθμίσεις». Ο πρωθυπουργός, Κ. Μητσοτάκης, κινείται, έτσι, και παίρνει τα ρίσκα του. Τόσο ο κ. Τσίπρας όσο και η κυρία Φώφη Γεννηματά, όμως, λογαριάζουν τους «κεντρώους» υποστηρικτές τους με κριτήρια μιας πολιτικής κοινωνίας που δεν υπάρχει πλέον.

Επάνω στα ερείπια της «μεσαίας» τάξης, τα δύο κεντροαριστερά κόμματα προσπαθούν τώρα αγωνιωδώς, με παλαιομοδίτικη λογική «ανοιγμάτων», να αποκτήσουν το καθένα ένα γενικώς και αορίστως «προοδευτικό» πολιτικό πρόσωπο, που θα ασκούσε γοητεία σε φανταστικά, πλέον, αστικά μεσοστρώματα, τα οποία κάποτε τους «ανήκαν» εκλογικά.

Στο μεταξύ, πέραν του κορονοϊού, το 2021 είναι φορτωμένο με τεράστια οικονομικά προβλήματα και με μείζονες υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας. Οι «διερευνητικές» ανοίγουν ένα νέο κεφάλαιο στα Ελληνοτουρκικά και προβάλλει απαραίτητη η ανάγκη για αναστολή της εσωστρέφειας.