Η πραγματικότητα είναι, ότι ουσιαστικά η ΕΕ δεν είναι κάτι περισσότερο από μια οικονομική- εμπορική Ενωση με πολιτικές φιλοδοξίες, οι οποίες κρύβονται στα κείμενα των ευρωπαϊκών Συνθηκών και υφίστανται μόνον ως «δυνατότητες».


Και δεδομένου ,ότι η ΕΕ δεν διαθέτει κοινή εξωτερική πολιτική και Αμυνα, αυτό που πρωτίστως, ορίζει τα πράγματα σε ζητήματα με γεωπολιτικές διαστάσεις είναι τελικώς οι «μπίζνες» μερικών χωρών-μελών της Ενωσης και βεβαίως τα οικονομικά συμφέροντα της Γερμανίας με την Τουρκία και τα προβλήματα «στρατηγικών» ενεργειακών σχέσεων του Βερολίνου με τη Ρωσία και με τις ΗΠΑ.


Σ’ αυτό το σκηνικό ,που στην πράξη ακυρώνει τα «ενοποιητικά» στοιχεία της ΕΕ, τα μεγάλα προβλήματα τα Ελλάδας και της Κύπρου εξαιτίας των πολεμικών απειλών της Τουρκίας, καταλαμβάνουν ένα πολύ στενό πολιτικό χώρο. Πιστοποιήθηκε αυτό με τον πιο καθαρό τρόπο στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, όπου ο γερμανικός «ρεαλισμός» δεν άφησε περιθώρια για ικανοποίηση της Αθήνας, που προσήλθε εκεί με την ελπίδα, ότι η ΕΕ θα επέβαλε κάποιες «ποινές» στην Τουρκία για τα όσα διεθνώς παράνομα και με στρατιωτικούς τραμπουκισμούς διαπράττει στις θάλασσες του Αιγαίου και της Ανατ. Μεσογείου.


Αν στην Ελλάδα υπήρχε μία βάση «κανονικότητας» στην πολιτική σκηνή, θα έπρεπε, μετά την «εμπειρία» της 10ης Δεκεμβρίου, θα συνεργαστούν η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση-τουλάχιστον η αξιωματική- για τη συναγωγή συμπερασμάτων και για τη χάραξη μιας εθνικής γραμμής σε ό, τι αφορά την «ευρωπαϊκή» πολιτική της Αθήνας στις μείζονες υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας.


Για την ώρα, το «κλίμα» στην εσωτερική πολιτική σκηνή παρέχει στους πολίτες τη διαβεβαίωση πως τέτοια συνεργασία δεν πρόκειται να συμβεί προσεχώς.