Η «περίπτωση» της Τουρκίας, την οποία οδηγεί ο ισλαμιστής πρόεδρος Ερντογάν, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί ήρθε να αποδείξει σε επίπεδο εφαρμοσμένης πολιτικής ότι η λεγόμενη Δύση πολύ ολίγα η ίδια κατάλαβε μετά την πτώση του Τείχους, που με τόσο ενθουσιασμό πανηγύρισε το 1989- 1990. Ο «αυτόματος πιλότος» ασφαλείας των Δύο Κόσμων ακυρώθηκε τότε και έτσι στο διεθνές σκηνικό άνοιξαν πεδία κίνησης σε πολλούς «παίκτες».

Οι ισχυροί της Δύσης, με πρώτες τις ΗΠΑ, θεώρησαν ότι, «ελεύθεροι» πλέον, καθ’ ότι απαλλαγμένοι από το στρατιωτικό Σύμφωνο της Βαρσοβίας, μπορούσαν εκείνοι να ελέγχουν τον πλανήτη και, πάντως, την Ανατολική Μεσόγειο και τον ενεργειακό πλούτο της Εγγύς Ανατολής. Όμως ο τροχός της Ιστορίας άρχισε να κινείται, αργά στην αρχή, πιο γρήγορα στη συνέχεια.

Και κάποια στιγμή η μεταπολεμικά πανίσχυρη «Δύση», θύμα του νέου εγωισμού της, ζαλίστηκε, μπερδεμένη σε πολλές υποθέσεις και σε διάφορα σημεία του κόσμου. Η επιρροή της κατά φαντασίαν πλέον «ενωμένης» Ευρώπης στην παγκόσμια σκηνή μειώθηκε σημαντικά, η Κίνα ταχέως «απογειώθηκε» οικονομικά και απέκτησε μεγάλο στρατηγικό βάρος, η Ρωσία ανέκαμψε και κατέστη στρατιωτικά απολύτως ανταγωνιστική προς τις ΗΠΑ, ενώ από τους πολέμους στην Εγγύς Ανατολή προέκυψαν νέα δεδομένα στον μουσουλμανικό κόσμο και νέοι εχθροί για τη Δύση.

Από μια σειρά εξελίξεων στην περιοχή αυτή, με Αμερικανούς και Ευρωπαίους να επιμένουν να διαβάζουν τον κόσμο μόνο κατά τις δικές τους επιθυμίες, προέκυψε και η νεοοθωμανική Τουρκία του επηρμένου ισλαμιστή Ταγίπ Ερντογάν. Υπερεξοπλισμένη, με επιθετικές πολιτικές «ζωτικού χώρου» στην Εγγύς Ανατολή και στη Μεσόγειο, με συμπλέγματα ιστορικά «αδικημένης» χώρας, εχθρική προς τη χριστιανι κή Δύση, φίλη των «Αδελφών Μουσουλμάνων» και των απανταχού παραστρατιωτικών τζιχαντιστών και με πολιτικό εκπρόσωπό τους τον Αδελφό Μουσουλμάνο Ερντογάν, η «νέα» Τουρκία, παίζοντας τολμηρά γεωπολιτικά παιχνίδια, προκάλεσε ισχυρούς πονοκεφάλους σε Αμερικανούς και Ευρωπαίους και στις χώρες της Μεσογείου. Αναλύοντας κατά τις νέες στρατηγικές επιδιώξεις της τα δεδομένα του μεταδιπολικού κόσμου, η Τουρκία αιφνιδίασε τα επιτελεία των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και των Ευρωπαίων θαυμαστών της «μεγάλης αγοράς» της. Και βάλθηκε να «αποδείξει» στον κόσμο ότι έχει τα προσόντα «παγκόσμιας δύναμης», ότι μπορεί να κινείται πλέον εκτός αμερικανοΝΑΤΟϊκής λογικής, να συνάπτει τις δικές της σχέσεις συνεργασίας με τη Ρωσία, να κάνει τους δικούς της πολέμους στην Εγγύς Ανατολή και το «αφεντικό» στη Μεσόγειο, να ρισκάρει πόλεμο με την Ελλάδα και να «παίζει» με την Ε.Ε.
Ολο αυτό το «πακέτο» περιέχει στοιχεία ψυχρής εκτίμησης των μεταβολών και των νέων «ισορροπιών» στον μεταδιπολικό κόσμο, αλλά ενέχει και στοιχεία μεγαλομανίας, θρησκευτικού φανατισμού και πολιτικού τυχοδιωκτισμού. Ο Ερντογάν, που θέλει να γίνει αρχιτέκτων μιας «μεγαλύτερης» Τουρκίας σε βάρος των γειτόνων του και να πάρει «εκδίκηση» από παλιούς «αποικιοκράτες» Ευρωπαίους, μπορεί τελικά και να καταστρέψει τη χώρα του και να έχει ο ίδιος κακό πολιτικό τέλος. Ομως, το δυστύχημα για την Ελλάδα είναι ότι έχει τώρα απέναντί της την πολεμοχαρή Τουρκία αυτού του «πειραγμένου» ηγέτη, που προκαλεί σύγχυση στη Δύση, παρότι στην Ε.Ε. κάποιοι ηγέτες, με πρώτο τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν, διαμορφώνουν πλέον ένα «ευρωπαϊκό μέτωπο» κατά του τουρκικού επεκτατισμού.

Ομως, το εγχείρημα είναι δύσκολο, καθώς η Τουρκία την τελευταία 20ετία «ξέφυγε» από τις προβλέψεις των επιτελικών κέντρων της Δύσης, που δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία στους υπερεξοπλισμούς της και στο ισχυρό ισλαμικό φρόνημα που διαμόρφωνε ο Ερντογάν μαζί με τον σήμερα μεγάλο εχθρό του ιμάμη Γκιουλέν.

Μάταια η Αθήνα, χρόνια τώρα, επεσήμαινε στους Ευρωπαίους εταίρους τα επικίνδυνα στοιχεία της τουρκικής πολιτικής, μάταια εξηγούσε ότι η υπόθεση δεν αποτελούσε στενά ελληνοτουρκική «διαφορά» και ότι ο Ερντογάν ήταν ένας τοξικός βλαστός των ιστορικών αλλαγών που σημειώθηκαν μετά την πτώση του Τείχους. Τώρα, η Ε.Ε. προσπαθεί, υποτίθεται, να τον «συμμαζέψει»...