Οι σημαντικές υποθέσεις εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας εξελίσσονται σε ένα γεωπολιτικό σκηνικό περίπλοκο, με νέες συμμαχικές σχέσεις και αντιπαραθέσεις μεταξύ μεσογειακών χωρών και με στόχους νέων «κατανομών» ισχύος από τρίτες χώρες. Η νέα αυτή κατάσταση, στην οποία η Ελλάδα κατέχει γεωγραφικά μια σημαντική στρατηγική θέση, υποχρεώνει τη διπλωματία της σε ταχεία αναδιοργάνωση, σε ριζική αναθεώρηση της «πρακτικής» της, με νέες αντιλήψεις στο πεδίο των διεθνών σχέσεων της χώρας. Το νέο σκηνικό επιβάλλει, επίσης, αμυντικούς σχεδιασμούς με προσανατολισμούς και προτεραιότητες ανάλογους των μεγάλων μεταβολών που σημειώνονται γύρω από την Ελλάδα.

Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά για τη χώρα μας. Μεγάλες, αν όχι και δραματικές, εξελίξεις είναι αναπόφευκτο να σημειωθούν σε ένα ορατό μέλλον, αν όχι και σύντομα. Ο ιδιότυπος «μουσουλμανικός ιμπεριαλισμός» που οργανώνει ο ισλαμιστής Τούρκος πρόεδρος έχει ήδη κλονίσει τη σταθερότητα της περιοχής μας. Και επιπλέον περιλαμβάνει στον πυρήνα του τη γεωπολιτική συρρίκνωση της Ελλάδας, με κεντρικό στόχο μια ιστορική υποβάθμιση της δύναμής της στη θάλασσα.

Το καθεστώς Ερντογάν αξιοποιεί στον μέγιστο βαθμό τη διεθνή συγκυρία, στην οποία η Τουρκία μπορεί να «εκβιάζει» τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, με μοχλό τη φιλία της με τη Μόσχα και με «απούσα» τώρα από την Εγγύς Ανατολή την Ουάσινγκτον ως ισχυρή «παρεμβατική» δύναμη. Δίπλα σε αυτά, ο Ερντογάν μπορεί να εκβιάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση με όπλο τις μεταναστευτικές ροές.

Η ελληνική διπλωματία έως τώρα λειτούργησε «παραδοσιακά» με δηλώσεις πίστης στη διεθνή έννομη τάξη, στο «ευρωπαϊκό κεκτημένο», στον ΟΗΕ, με πίστη σε Συνθήκες και Συμμαχίες, που για δεκαετίες συνέθεταν το «διεθνές περιβάλλον» της χώρας. Και με σταθερή και εκφρασμένη θέση ότι η Ελλάδα δεν απειλεί κανέναν και δεν διεκδικεί τίποτε από τους γείτονές της.

Σήμερα, όλο αυτό το «πακέτο» έχει γίνει κομμάτια. Και οι μεταπολεμικές «σταθερές» από τα Βαλκάνια έως τη Μεσόγειο και στη γραμμή Στενά Σουέζ δεν ισχύουν πλέον ή είναι σοβαρά αποδυναμωμένες. Έτσι, η Τουρκία απέναντι στην Ελλάδα προωθεί, χωρίς ιδιαίτερα εμπόδια, την επεκτατική πολιτική των εθνικιστών μαθητών του Κεμάλ, την οποία έχει καλύψει και με έντονο ισλαμικό χρώμα. Αυτό γίνεται με στόχο να εμφανίζεται ο Ερντογάν στα μάτια των μουσουλμάνων ως δυναμικός ηγέτης τους, πρωτίστως θρησκευτικός, άρα και με «ιερό δικαίωμα» για εκδηλώσεις ενδιαφέροντος γι’ αυτούς ακόμα και με παρεμβάσεις σε τρίτες χώρες. Η μεγάλη τουρκική «πρωτοτυπία» έγκειται στο ότι όλα τούτα γίνονται από μία χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, που στηρίζει τζιχαντιστές και δεν συμπαθεί πλέον και πολύ... το ΝΑΤΟ.

Φαίνεται ότι η Αθήνα σπάει τώρα την αμηχανία της και προωθεί μια νέα, «εξωστρεφή» διπλωματία, με επιθετικές αιχμές. Αυτό είναι απαραίτητο να εξελιχθεί. Η ελληνική εξωτερική πολιτική εδώ και δύο δεκαετίες βραδυπορεί στις προσπάθειές της να παρακολουθεί την κατά φάσεις ανάπτυξη της πολιτικής της Τουρκίας. Χωρίς ανάλυση της τουρκικής πολιτικής, χωρίς σημαντική ποιοτική ενίσχυση και τεχνολογική αναβάθμιση της αμυντικής μηχανής και χωρίς σχέδια συγκεκριμένων «απαντήσεων» από την πλευρά της, σε μια κλίμακα «ακραίων» εντάσεων, η Αθήνα βρίσκεται διαρκώς «ένα βήμα πίσω» από την Άγκυρα. Και τακτικές κινήσεις του αντιπάλου, που συχνά αιφνιδιάζουν τις ελληνικές κυβερνήσεις, χαρακτηρίζονται μονότονα από τη νωθρή Αθήνα ως «προκλήσεις». Αυτό που ισχύει είναι ότι η Άγκυρα την περίοδο 20192020 έδωσε ταχύτητα και ρυθμό στην κίνηση της διακηρυγμένης πολιτικής για τη «γαλάζια πατρίδα», με ναυτική περικύκλωση της Ελλάδας. Και σε τίποτε δεν μας βοηθά αν αρνηθούμε ότι αυτή η πολιτική της έχει αποφέρει ήδη κάποια έμμεσα, πλην αξιόλογα, κέρδη, τα οποία έχουν δυσκολέψει εξαιρετικά την Αθήνα. Εννοείται, δε, ότι η Άγκυρα καταγράφει πολύ σχολαστικά τα δρώμενα στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο της Ελλάδας και ιδιαιτέρως αξιολογεί τον βαθμό αδυναμίας των Ελλήνων πολιτικών να χαράξουν μια εθνική στρατηγική με ισχυρή διακομματική υποστήριξη.