Στη διπλωματία, οι θέσεις μιας χώρας δεν αρκεί να είναι καθαρά διατυπωμένες, σωστά αιτιολογημένες και νομικά ισχυρές. Αυτό που χρειάζεται είναι οι θέσεις αυτές να υποστηρίζονται και να επαναλαμβάνονται διαρκώς, χωρίς διακοπή προς τρίτους στη διεθνή σκηνή. Δεν αρκεί εδώ το «εγώ τα είπα», απέδειξα ότι είμαι εν δικαίω, άρα στη διεθνή σκηνή οι τρίτοι δεν μπορούν να μη λάβουν υπόψη τους τις θέσεις μου. Αν δεν γίνεται συνεχής, επίμονη, μονότονα επαναλαμβανόμενη προβολή τους και αν η υπενθύμισή τους χρονικά «αραιώσει», τότε κάθε τρίτη χώρα ή διεθνής οργανισμός μπορεί να υποθέσει πως η πίστη στις θέσεις αυτές είναι πλέον, για κάποιους λόγους, μειωμένη, άρα μειωμένη θα είναι στο εξής και η διάθεση ισχυρής υποστήριξής τους στη ροή των εξελίξεων.

Στο πεδίο των ελληνοτουρκικών υποθέσεων, η Αθήνα διατυπώνει συχνά προς τρίτους τη γενική θέση της πίστης της Ελλάδας στους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, αλλά στα του Αιγαίου αφήνει την Άγκυρα να την απειλεί κατά παράβαση του Διεθνούς Δικαίου, χωρίς να της απαντά όπως πρέπει, με σύστημα και δράσεις στα εκτοξευόμενα σαθρά «επιχειρήματά» της. Ετσι, στη διεθνή διπλωματική σκηνή, η «επικοινωνιακή» πολιτική της Αθήνας εμφανίζεται αδύναμη απέναντι στη θορυβώδη τουρκική προπαγάνδα, που ούτε λίγο ούτε πολύ «καταγγέλλει» πλέον την ελληνική πλευρά για παραβίαση διεθνών Συνθηκών και κανόνων και επιμένει στην ιταμή συμπεριφορά της προς την Ελλάδα. Ειδικότερα, στην υπόθεση της στρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, η Αθήνα έχει αμελήσει να προβάλλει επίμονα και συστηματικά την ελληνική θέση: Οτι η Τουρκία το 1974 με την εισβολή του «Αττίλα» εγκατέστησε στη Βόρεια Κύπρο, και διατηρεί έκτοτε, μια ισχυρή στρατιωτική βάση και ότι παράλληλα συγκρότησε το 1975 την 4η Στρατιά, μια δύναμη αποβατική, στα τουρκικά παράλια απέναντι στα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, μια Στρατιά εκτός πλαισίου ΝΑΤΟ, με σαφή στόχο ελληνικά νησιωτικά εδάφη. Η Αθήνα, που σήμερα ακούει την Άγκυρα να την κατηγορεί διεθνώς με δυνατή φωνή ότι παρανόμως στρατιωτικοποίησε τα νησιά αυτά, κατά παράβαση Συνθήκης, έπρεπε σταθερά, επίμονα, χωρίς διακοπή, να προβάλλει διεθνώς τα στρατιωτικά δεδομένα που δημιούργησε η Τουρκία σε βάρος της Ελλάδας στο Ανατολικό Αιγαίο, άρα και την ελληνική υποχρέωση να προστατεύσει τα εδάφη της απέναντι στην τουρκική «Στρατιά του Αιγαίου», όπως η ίδια η Άγκυρα την ονόμασε το 1974. Έπρεπε, επίσης, το ίδιο επίμονα, χωρίς διακοπή, να θυμίζει στη διεθνή κοινότητα ότι η Ελλάδα, χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δέχεται από το 1995 επίσημη «απειλή πολέμου» από την Τουρκία, για την περίπτωση που η χώρα μας θα αποφάσιζε επέκταση των χωρικών υδάτων της έστω και κατά ένα μίλι, όταν το Διεθνές Δίκαιο επιτρέπει επέκταση έως και σε 12 μίλια.

Με την Αθήνα, λοιπόν, να βαρύνεται με μεγάλα ελλείμματα στον τομέα της προβολής και της υποστήριξης των ελληνικών θέσεων στη διεθνή σκηνή, καταλήξαμε σήμερα να ακούμε την Τουρκία να κατηγορεί με θράσος την Ελλάδα για... «μαξιμαλισμό» θέσεων και για «παράνομη κατοχή» νησιών του Αιγαίου, που απειλούν την ειρήνη στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο! Εδώ κάτι θα πρέπει πλέον να προστεθεί στη συνήθη επίδειξη «ψυχραιμίας» της Αθήνας.

Είναι ίσως η ώρα για την ελληνική ηγεσία να μεταφέρει στους πολυμερείς οργανισμούς, στους οποίους η Ελλάδα μετέχει, μια συνολική παρουσίαση των ελληνικών θέσεων, αλλά και μια λεπτομερή έκθεση των στοιχείων της άκρως επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας, που ασκείται συστηματικά με «πολιτικές κανονιοφόρων». Η Αγκυρα κινείται διαρκώς. Αν η Τουρκία προκαλέσει προσεχώς πολεμικό «επεισόδιο» στο Αιγαίο, η Ελλάδα θα απαντήσει δυναμικά με τα στρατιωτικά μέσα που διαθέτει, άμεσα, χωρίς να υπολογίσει σε παρεμβάσεις τρίτων. Αλλά, ας είναι, τουλάχιστον, καλά ενημερωμένοι από την Αθήνα οι Ε.Ε., ΗΠΑ ΝΑΤΟ και ΟΗΕ για τον λόγο της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης που θα έχει προκληθεί από τη χώρα του μεθυσμένου πειρατή της Μεσογείου, Ερντογάν.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 09 Μαΐου