Καλό και χρήσιμο θα ήταν να αναλογισθούν κάποια πράγματα οι πολιτικοί που ήδη εμφανίζονται να αγωνιούν για το «μετά» της υποχώρησης του κορονοϊού. Διότι, πριν καν μετρηθούν οι ζημίες, ήδη διαφαίνεται στην πολιτική σκηνή τόσο η πρόθεση για διάφορες «θεραπευτικές» παρεμβάσεις στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα όσο και η διάθεση για αντιπαραθέσεις σχετικά με τις «ιδεολογικές» καταβολές του ενός ή του άλλου οικονομικού θεραπευτή. Πριν αρχίσουν, λοιπόν, πάλι τις κονταρομαχίες οι πολιτικές «ελίτ» της βασανισμένης μας πατρίδας, ας μην προχωρήσουν στα επόμενα βήματά τους νομίζοντας ότι στη μεγάλη τους πλειονότητα οι Ελληνες πολίτες δεν έχουν συναίσθηση του τι έχει συμβεί και τι όχι, εδώ και πολλές δεκαετίες, σε αυτόν τον τόπο. Ας αναλογισθούν οι επικεφαλής των δημοκρατικών κομμάτων, που κατέχουν έδρες στη Βουλή των Ελλήνων, πως, όταν ομιλούν για τα κακώς κείμενα σε κάθε τομέα, για τα προβλήματα που χρειάζεται άμεσα να αντιμετωπιστούν στα πεδία των καταστροφών που προκάλεσε ο επάρατος ιός, όταν ομιλούν απευθυνόμενοι στο κοινό για τα «πρέπει» και τα μεταξύ τους επιθετικά «εσείς κι εμείς», απέναντί τους στέκει το μέγα πλήθος των Ελλήνων, που κουράστηκαν να ακούν επί δεκαετίες αυτά: ότι η Ελλάδα χρειάζεται να μεγεθύνει την ισχνή παραγωγική βάση της, ότι πρέπει να εκσυγχρονίσει τη δημόσια διοίκηση, να προχωρήσει σε ένα δίκαιο και σταθερό φορολογικό σύστημα, να αναδιοργανώσει τη δημόσια εκπαίδευση της χώρας σε όλες τις βαθμίδες της, να στηρίξει το σύστημα δημόσιας υγείας, καλύπτοντας τα τεράστια κενά του σε μέσα και νοσηλευτικό προσωπικό, να ενισχύσει το έργο των δικαστικών Αρχών και να μειώσει τον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης, να κτίσει νέες, σύγχρονες φυλακές, να αντιμετωπίσει τα ογκώδη ελλείμματα του Δημοσίου, να σταματήσει να ζει με δανεικά και να αναμετρηθεί με το τεράστιο χρέος, που απειλεί να μας αφανίσει.
Έχουν αποφασίσει να δουλέψουν σκληρά, με «σχέδιο μάχης», χωρίς πολλά λόγια, για να καλύψουν τα μεγάλα παραγωγικά ελλείμματα της Ελλάδας

Για όλα τούτα ομιλούν ακατάσχετα οι πολιτικοί μας από το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80. Πολλοί από τους ακροατές τους ήταν τότε νέοι και σήμερα τους ακούν, με άσπρα μαλλιά πλέον, κουρασμένοι, έχοντας διαπιστώσει ότι η Ελλάδα είναι ακόμη καρφωμένη στα ίδια προβλήματα, στα ίδια όνειρα, στις ίδιες φαντασιώσεις, στις ίδιες ανεκπλήρωτες επιθυμίες.

Η σχετική «ατζέντα» είναι ανοικτή εδώ και μία 40ετία, δηλαδή πολύ πριν μας επισκεφθεί ο τρισκατάρατος ιός. Ας αποφεύγουν, λοιπόν, σήμερα τα πολλά λόγια οι πολιτικές ελίτ. Τώρα πια ακούν «βερεσέ» οι πολίτες τις υποσχέσεις για ανασυγκρότηση, για ανάκαμψη, για ανάπτυξη, για «καλύτερες μέρες», για επάνοδο στην «κανονικότητα», πόσω μάλλον που σήμερα η βαριά σκιά μιας νέας ύφεσης σκεπάζει την ελληνική κοινωνία.

Ποιος, αλήθεια, δεν θέλει να βλέπει τα πράγματα με μια αισιόδοξη διάθεση; Είναι καλό και για την υγεία μας, στο κάτωκάτω, αυτό. Ομως, και η πιο δειλή, μικρή αισιοδοξία θέλει να έχει μια κάποια βάση για να εκδηλωθεί χωρίς τον κίνδυνο να κατηγορηθεί για αφέλεια και ανοησία. Στην περίπτωση της φορτωμένης με πολλά βάσανα και απογοητεύσεις κοινωνίας μας, μόνη προσφερόμενη βάση για αισιοδοξία θα ήταν η διαπίστωση ότι οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, με πρώτη την κυβέρνηση, έχουν αποφασίσει να δουλέψουν σκληρά, με «σχέδιο μάχης», χωρίς πολλά λόγια, για να καλύψουν τα μεγάλα παραγωγικά ελλείμματα της Ελλάδας, όχι με οικονομικές τεχνικές χωρίς πνευματικό φορτίο, με ξηρές «τεχνοκρατικές» αντιλήψεις. Περιμένουν οι πολίτες από τους πολιτικούς να δουλέψουν χωρίς ιδεολογήματα του αέρος, αλλά με ισχυρή βούληση, με πνοή και ευφυείς επινοήσεις για αλλαγή του εθνικού τοπίου σε κάθε σημείο του. Με ειλικρίνεια και απόλυτη συνείδηση ότι η χώρα διαρκώς, επί τριάντα χρόνια, βραδυπορεί, καθυστερημένη σε όλα τα κρίσιμα ραντεβού της με την πραγματικότητα έως σήμερα.

Η εικόνα ενός κράτους με ηγεσίες που μοιάζουν να διευθύνουν λογιστικά γραφεία, με τα αριθμητικά στοιχεία τους να αμφισβητούνται μάλιστα από τα «απέναντι» γραφεία, δεν παρέχει στους πολίτες καμία ασφάλεια, ούτε τους δημιουργεί αισιόδοξες σκέψεις για το μέλλον τους.