Σταθερά επαναλαμβάνουν κυβέρνηση και αντιπολίτευση ότι το Μεταναστευτικό, που βασανίζει τη χώρα μας, «δεν είναι πρόβλημα ελληνικό, αλλά ευρωπαϊκό» και συνεπώς πρέπει να αναλάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση τις ευθύνες της και να δράσει αναλόγως. Τα σύνορα της Ελλάδας, λένε οι πολιτικοί μας, είναι ευρωπαϊκά σύνορα και αυτά απειλούνται από τις ροές των μεταναστών που κινεί δολίως ο Ταγίπ Ερντογάν προς τις θάλασσες και τα εδάφη της χώρας μας. Όμως, τα λόγια αυτά σε τίποτε δεν εμποδίζουν τις επιθετικές πολιτικές της Άγκυρας, η οποία προκαλεί οξύτατα προβλήματα εθνικής ασφάλειας στα σύνορα της Ελλάδας και όχι κάποιας άλλης ευρωπαϊκής χώρας. Γι’ αυτό και οι χώρες της Ε.Ε. εκ- φράζουν μεν την υποστήριξή τους προς την Ελλάδα σε θεσμικό επίπεδο, αλλά δεν αποτρέπουν τον χιτλερικών τάσεων ισλαμιστή Τούρκο πρόεδρο από το να δημιουργεί ψυχρά και υπολογισμένα τα τεράστια προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα στο Αιγαίο και στη Θράκη.

Όταν οι κορυφαίοι αξιωματούχοι της πολιτικά ανάπηρης Ε.Ε. δηλώνουν ότι «ανησυχούν» λόγω των μεταναστευτικών ροών από την Τουρκία, την ίδια ώρα σώμα-τα ασφαλείας και στρατιωτικές μονάδες αποκρούουν στα σύνορά μας τις χιλιάδες των μεταναστών δια-φόρων εθνικοτήτων, που οργανωμένα στέλνει η κυβέρνηση Ερντογάν στα ελληνικά νησιά και στον Έβρο. Κι αν λέγεται ότι ο Τούρκος πρόεδρος «εκβιάζει» τους Ευρωπαίους με το Μεταναστευτικό, σημασία έχει ότι τον εκβιασμό τον «λούζεται» η Ελλάδα και όχι κάποια άλλη χώρα της Ε.Ε.

Θα πρέπει να δοθεί τέλος στην πολιτική ανοχής της Αθήνας απέναντι στις «παρεμβάσεις» της Άγκυρας στη Θράκη
Βεβαίως, κινείται δραστήρια στην Ε.Ε. η ελληνική κυβέρνηση για να «ξυπνήσει» τους επικεφαλής των θεσμικών οργάνων της Ένωσης. Αλλά με τις δικές της δυνάμεις η Ελλάδα θα αποκρούσει τις μεταναστευτικές ροές που της στέλνει ο Ερντογάν με στόχο να προκαλέσει προβλήματα εθνικής ασφάλειας στη χώρα μας, παράλληλα με την αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Είναι πλέον σαφέστερο, όσο πότε άλλοτε, ότι η εχθρική συμπεριφορά της Τουρκίας προς την Ελλάδα αποτελεί εθνική πολιτική πολλών επιπέδων στη βάση στρατηγικής επιλογής της.

Η στρατηγική αυτή εκτελείται επί δεκαετίες και από κεμαλιστές και από ισλαμιστές εθνικιστές. Το Μεταναστευτικό είναι για τον Ερντογάν απλώς άλλη μια ευκαιρία για την άσκηση πίεσης προς την Ελλάδα, ανεξάρτητα από τον όποιον «εκβιασμό» της Άγκυρας προς τους Ευρωπαίους. Έτσι, τούτη την ώρα, με ξεδιπλωμένη απ’ άκρου εις άκρον την άκρως επιθετική πολιτική της Άγκυρας, καθίσταται χωρίς νόημα -αν όχι και γελοιοποιείται- κάθε προσπάθεια «προσέγγισης» των δύο πλευρών με «μέτρα εμπιστοσύνης» και «διερευνητικές» συνομιλίες. Η κυβέρνηση του κ. Κυρ. Μητσοτάκη καλείται εκ των πραγμάτων για «αλλαγή πορείας» στα ελληνοτουρκικά. Δεν είναι πλέον δυνατόν να συζητήσει με τον υπερφίαλο Ερντογάν η Αθήνα για «μοιρασιές» στις ελληνικές θάλασσες.

Η επεκτατική πολιτική της Τουρκίας προς δυσμάς, σε βάρος της Ελλάδας, πρέπει να ανακοπεί από τις ελληνικές κυβερνήσεις με κάθε μέσο και με τη διπλωματία της Αθήνας να θέτει διεθνώς το τουρκικό ζήτημα ως υπόθεση υιοθέτησης μίας χιτλερικής καταγωγής ωμής πολιτικής «ζωτικού χώρου» από τον ισλαμιστή Ερντογάν. Θα πρέπει να καταστεί αδιανόητο πλέον στη σημερινή και σε οποιαδήποτε επόμενη κυβέρνηση να συζητηθούν «λογικές» παραχωρήσεις σε μία χώρα με τόσο εχθρική συμπεριφορά, η οποία θέλει, ούτε λίγο ούτε πολύ, να αφαιρέσει από την Ελλάδα κυριαρχικά δικαιώματα και κυριαρχία σε τμήμα του αρχιπελάγους του Αιγαίου, για να διασπάσει την ενότητα της ελληνικής επικράτειας. Θα πρέπει, επίσης, να δοθεί τέλος στην απαράδεκτη, πλέον, πολιτική ανοχής της Αθήνας απέναντι στις «παρεμβάσεις» της Τουρκίας στη Θράκη, όπου η Άγκυρα στηρίζει απροκάλυπτα και συστηματικά αποσχιστικές πολιτικές με στόχο τη βήμα προς βήμα δημιουργία νομικού πλαισίου για «αυτοδιοικούμενες» τουρκο-μουσουλμανικές περιοχές. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη θα πρέπει να έχει μάλλον συνειδητοποιήσει ότι σήμερα τα πράγματα έχουν οδηγηθεί στο να καθορίζει το επίπεδο εθνικής ασφάλειας της Ελλάδας βορειοανατολικά ο αρχηγός των Αδελφών Μουσουλμάνων, Ταγίπ Ερντογάν.