Η κρίση που ξέσπασε το 2010 αποκάλυψε ως γνωστόν, μέσω της οικονομικής χρεοκοπίας, μία εθνική καθυστέρηση βάθους σε πολλά επίπεδα. Αποδείχθηκε ότι η χώρα είχε την ανάγκη μίας εθνικής ανασυγκρότησης, καθώς καταδείχθηκε πως όλες οι παραγωγικές δομές της έκρυβαν σοβαρές αδυναμίες και παραμορφώσεις δεκαετιών. Τα αποκαλυπτήρια ήταν οδυνηρά. Στη δεκαετία που πέρασε, σχεδόν όλες οι πολιτικές και οικονομικές «σταθερές» μίας επίπλαστης ευημερίας 30 ετών ακυρώθηκαν. Και μέσα από την «κόλαση» των μνημονίων, που επέβαλαν οι ξένοι δανειστές της Ελλάδας, ξεκίνησε εν μέσω οικονομικών και κοινωνικών ερειπίων μια πολύ δύσκολη πορεία για διόρθωση των πραγμάτων. Οι αφελείς πολιτικές απόψεις των ανέμελων κομμάτων της Μεταπολίτευσης εξαερώθηκαν αναγκαστικά. Ο επί μακρόν δανειοδοτούμενος παρασιτικός βίος της χώρας πήρε απότομα τέλος, το ίδιο εξαφανίστηκαν και οι φαντασιώσεις που τον ακολουθούσαν.

Σήμερα, μία νέα συνειδητοποίηση παραλείψεων, κακών εκτιμήσεων και αδυναμιών κατανόησης των πραγματικών δεδομένων στο γεωπολιτικό περιβάλλον της Ελλάδας έρχεται να «μετεκπαιδεύσει» με τρόπο σκληρό τις ελληνικές «ελίτ» σε έναν άλλον τομέα: Στο πεδίο των υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας. Εδώ, σε αυτόν τον μείζονος σημασίας τομέα, την ανάγκη για μεταμόρφωση θεωρίας και πράξης στα πεδία της διπλωματίας και της άμυνας προκάλεσε η ωρίμανση της επεκτατικής πολιτικής κίνησης της Τουρκίας κατά της Ελλάδας.

Εδώ, «εκπαιδευτής» μας είναι ο Ταγίπ Ερντογάν. Αυτός έχει έρθει να καταδείξει με καθαρό λόγο και συγκεκριμένες πράξεις το πόσο πολιτικά αφελείς και αδιάβαστες ήταν για μία 30ετία οι ελληνικές κυβερνήσεις, οι οποίες παρακολούθησαν νωθρές και με παιδαριώδεις «αναλύσεις» την τουρκική στρατηγική να εξελίσσεται «κάτω από τη μύτη τους» και στο φως της ημέρας στο Αιγαίο, στη Θράκη, στα Βαλκάνια και την Κύπρο. Ο Ερντογάν «καλεί» τώρα τις πολιτικές «ελίτ» της Αθήνας να κατανοήσουν ότι δεν ήταν «μπλόφες» αλλά στρατηγικές όλες οι κινήσεις της Τουρκίας που ακολούθησαν την εισβολή στην Κύπρο το 1974 και ότι η Ελλάδα έχασε πολύτιμο χρόνο παρερμηνεύοντας επί μακρόν την πολιτική της Αγκυρας απέναντι στη χώρα μας, που σταθερά άσκησαν και οι κεμαλιστές εθνικιστές από τη δεκαετία του ’50 και ο ισλαμικός εθνικισμός του Ερντογάν στη συνέχεια.

Ο Τούρκος πρόεδρος οδηγεί τα πράγματα στα άκρα, προσθέτοντας στην «επικαιροποίηση» της Συνθήκης της Λωζάννης την άρνηση αναγνώρισης της Συνθήκης των Σεβρών του 1920. Κάποιες ελληνικές ψευδαισθήσεις παίρνουν τέλος τώρα στην Αθήνα της μεγάλης ψυχραιμίας.

Η Αθήνα καλείται συνεπώς σε ένα πυκνό πολιτικό χρόνο να οργανώσει ταχέως σε σύγχρονες βάσεις τις Ενοπλες Δυνάμεις της, να εμπλουτίσει το νομικό της οπλοστάσιο στη διεθνή σκηνή, να ενισχύσει με στρατιωτικές συμφωνίες τις σχέσεις με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ και, παραλλήλως, να εγκαταλείψει την αφελή σκέψη της ότι η Τουρκία, που κατέλαβε στρατιωτικά τη Βόρεια Κύπρο, μπορεί να ακυρώσει αυτό το στρατηγικό πλεονέκτημά της στην Ανατολική Μεσόγειο, λόγω οποιασδήποτε «λύσης» του Κυπριακού. Πέρα απ’ αυτά, ο Ερντογάν αναγκάζει την Ελλάδα να επεξεργαστεί σε νέες βάσεις τις επί έτη «πάγιες», πλην πεπαλαιωμένες πλέον απόψεις της για το «ευρωπαϊκό» μέλλον της Τουρκίας και για το είδος της «κάλυψης» που μπορεί να έχει η χώρα μας από Ευρωπαίους και Αμερικανούς σε περίπτωση στρατιωτικού «επεισοδίου», εκεί όπου η Αγκυρα αυθαιρέτως δεν αναγνωρίζει ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Είναι πολύ δυσάρεστο, αλλά συμβαίνει δυστυχώς, να τίθενται με νευρικότητα και βιασύνη σήμερα όλα αυτά τα μείζονα ζητήματα στο τραπέζι, μόνον εξαιτίας της ταχύτητας που έχει δώσει ο διεθνής ταραξίας Ερντογάν στην πολιτική της «γαλάζιας πατρίδας», με στόχο τη συρρίκνωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα δεν έχει τώρα επιλογή άλλη από το να αυξήσει τις δικές της πολιτικές και διπλωματικές ταχύτητες και να παρατάξει απέναντι στην Τουρκία μια ισχυρή αποτρεπτική δύναμη πυρός.