Κάκιστη υπηρεσία πρόσφερε προ ημερών ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης στην ασκούμενη σήμερα εξωτερική πολιτική της χώρας έναντι της Τουρκίας. Το μόνο που κατάφερε με την «παρέμβασή» του ήταν να προκαλέσει έντονο εκνευρισμό στην πολιτική σκηνή και άγονους καβγάδες, καθώς ο ίδιος βαρύνεται με σωρεία λαθών που διέπραξε κατά τη δεκαετία του ’90, οπότε και άσκησε την πολιτική την οποία σήμερα υπερασπίζεται, σε αντιπαραβολή μάλιστα με αυτήν του διαδόχου του στη διακυβέρνηση της χώρας. Ξεκινώντας ο κ. Σημίτης από τη Μαδρίτη το 1997, προχώρησε στη Σύνοδο Κορυφής του Κάρντιφ το 1998, όπου άνοιξε την πόρτα της Κοινότητας στην Αγκυρα, για να φτάσει το 1999 στο Ελσίνκι, που ωφέλησε μεν την Κύπρο, αλλά έφερε πρόσθετα και καθοριστικά για το μέλλον κέρδη στην υποψήφια πλέον για ένταξη Τουρκία και οδήγησε στο μηδέν τις «διερευνητικές» επαφές Αθήνας - Αγκυρας. Ετσι, το 2004, ο κ. Κ. Σημίτης, αφού ο ίδιος δεν τόλμησε ποτέ να «αξιοποιήσει» έμπρακτα το «Ελσίνκι», που τόσο πολύ εκτιμά, παρέδωσε στον κ. Κ. Καραμανλή έναν «άδειο» φάκελο, που δεν περιείχε κανονικά πρακτικά των «διερευνητικών», παρά μόνο σημειώματα και σχήματα «χτένας» για μία ποικιλία προτεινόμενων θαλάσσιων εκτάσεων.
Ο κ. Κ. Σημίτης, αφού δεν τόλμησε να «αξιοποιήσει» έμπρακτα το «Ελσίνκι», που τόσο πολύ εκτιμά, παρέδωσε στον κ. Κ. Καραμανλή έναν «άδειο» φάκελο

Η τουρκική πλευρά, με τις «γκρίζες ζώνες» στην τσέπη της, στηριγμένη στα αναγνωρισμένα στη Μαδρίτη «ζωτικά» συμφέροντά της στο Αιγαίο καθώς και στη σημαντική αναφορά του «Ελσίνκι» για «συνοριακές» και άλλες «συναφείς» διαφορές των δύο κρατών, είχε ήδη μονομερώς «κα-ταργήσει» την αξία του Ελσίνκι σε ό,τι αφορούσε τις ελληνοτουρκικές υποθέσεις.

Μπορεί κανείς να έχει άποψη, βεβαίως, για το κατά πόσον κινήθηκε σωστά ή όχι σε αυτή την υπόθεση ο Κ. Καραμανλής στη συνέχεια. Εχει ήδη δεχθεί, άλλωστε, αρνητικές κριτικές η «δημιουργική ακινησία» που επέλεξε στη διάρκεια της δικής του θητείας. Αλλά βέβαιο είναι ότι τον Μάρτιο του 2004 ο κ. Σημίτης του παρέδωσε την πολιτική του «Ελσίνκι» ως μια «τρύπα στο νερό». Ενδυναμωμένη από τα σοβαρά, ιστορικής σημασίας, λάθη του κ. Σημίτη, η Τουρκία, ακόμη και έως σήμερα «παίζει» με την υπόθεση των «διερευνητικών επαφών», που σήμερα έχουν ήδη παρελθόν... 52 γύρων συνομιλιών με μηδενικά αποτελέσματα.

Η «παρέμβαση» του κ. Σημίτη, που με συγκίνηση θυμάται πάντα το «Ελσίνκι», αποτελεί μια ατυχή προσπάθειά του να αιτιολογήσει εμμέσως τις δικές του παρελθούσες πολιτικές στα Ελληνοτουρκικά, με τέχνασμα την προβολή του «διαλόγου» με την Τουρκία, βασισμένος στο ότι, πράγματι, επιθυμία της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων πολιτών είναι η ειρηνική επίλυση των προβλημάτων. Κάτω από αυτό το δεδομένο, ο πρώην πρωθυπουργός θέλει να σκεπάσει τα ολέθρια λάθη του, που ενίσχυσαν σε ύψιστο βαθμό την τουρκική επιχειρηματολογία, που σήμερα πλέον έχουν δώσει στην Αγκυρα την άνεση να εξαπολύει ευθέως πολεμικές απειλές κατά της Ελλάδας. Σε σύνδεση με αυτή την προσπάθεια του κ. Σημίτη είναι και το τέχνασμα της ενοχοποίησης των πολιτικών επικριτών του, ως οπαδών, δήθεν, των «πολεμικών» λύσεων, οι οποίοι αποκλείουν δογματικά τον «διάλογο». Πολιτική ανοησία στο έπακρο. Ηδη ένας κύκλος παλαιών πολιτικών και μιντιακών συνεργατών του πρώην πρωθυπουργού έχει κινητοποιηθεί, καθώς αυξάνεται ο κίνδυνος ενός «πολεμικού επεισοδίου» εξαιτίας της τουρκικής επιθετικότητας. Επανέρχονται στη σκηνή οι οπαδοί ενός πολιτικού «διαλόγου», τον οποίον οι ίδιοι ποτέ δεν βρήκαν το κουράγιο να ξεκινήσουν. Ούτε την ατζέντα του μπόρεσαν να σχεδιάσουν επάνω σ’ ένα χαρτί, έστω ως υπόθεση εργασίας. Τώρα όμως... οσμίζονται «εξελίξεις», καθώς ο «ξένος παράγων» προβλη-ματίζεται έντονα για τα συμβαίνοντα στη Μεσόγειο και προτιμά φυσικά τις «διπλωματικές» λύσεις. Η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη πιέζεται έντονα προς αυτή την κατεύθυνση. Οι οικτρά αποτυχόντες διαχειριστές της δεκαετίας του ’90 ξεπροβάλλουν, λοιπόν, στη σκηνή. Και το παλιό δόλιο «επιχείρημα» ακούγεται πάλι στις πολιτικές αυλές της πονηρής Αθήνας: «Μα, επιτέλους, τι θέλετε; Να πάμε σε πόλεμο;». Προβλέψιμη είναι η συνέχεια στη σκηνή των πολιτικών «ελίτ» της χώρας, που συστηματικά προτιμούν επί δεκαετίες να ακολουθούν ασθμαίνοντας, όπως συμβαίνει και σήμερα, γεγονότα και εξελίξεις που άλλοι, εκτός Ελλάδας, δημιουργούν με δικές τους αποφάσεις και πρωτοβουλίες.