Αν η Ελλάδα δεν διαθέτει ακόμα ένα εθνικό σχέδιο για τη συμμετοχή της στο μεταβαλλόμενο από τη δεκαετία του ’90 γεωπολιτικό περιβάλλον της, αν δεν διαθέτει αμυντική στρατηγική για την αντιμετώπιση των προ-βλημάτων που της βάζει στο τραπέζι η Άγκυρα με απειλή πολέμου, δεν συμβαίνει το ίδιο με την επιθετική γείτονά της. Η Τουρκία από το 2009 διαθέτει νέο στρατηγικό σχέδιο για την προώθηση συγκεκριμένων στόχων της στην Εγγύς Ανατολή, στη Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Το σχέδιο αυτό βασίζεται από το 2009 στις ιδέες και απόψεις του καθηγητή Αχμέτ Νταβούτογλου, που το 2001 στο βιβλίο του «Στρατηγικό βάθος» περιέγραψε και «προέβλεψε» τη διεθνή θέση της Τουρκίας στο νέο σκηνικό της «παγκοσμιοποίησης». Ο Ταγίπ Ερντογάν διόρισε το 2009 τον κ. Νταβούτογλου ως υπουργό των Εξωτερικών. Η Άγκυρα ξεκινούσε ένα νέο μεγάλο παιχνίδι με φιλοδοξίες «κεντρικού παίκτη» στην Εγγύς Ανατολή, στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια, με «μουσουλμανικό» πρόσωπο και «ρίζες» βγαλμένες από την Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά εκείνη, η Αθήνα αγωνιζόταν απελπισμένα να διασώσει τα δημόσια οικονομικά της. Τα ελληνοτουρκικά ζητήματα βρίσκονταν σε ένα «θολό» διπλωματικό σκηνικό, με την Τουρκία όμως να κρατάει όλες τις αδιάλλακτες θέσεις της για το Αιγαίο και να μην κρύβει την πρόθεσή της για «επιρροές» και νομικά αστήρικτες παρεμβάσεις της στις μουσουλμανικές κοινότητες της ελληνικής Θράκης. Αλλά, πέρα από τα πολύ σοβαρά οικονομικά προβλήματα εκείνης της περιόδου, που «προετοίμαζε» την ομολογία χρεοκοπίας της χώρας μας, γεγονός ήταν ότι η Ελλάδα δική της εθνική στρατηγική δεν διέθετε, ούτε ήταν έτοιμη για αντιπαράθεση με την Τουρκία στο Αιγαίο. Έτσι, η Άγκυρα, μεθοδικά, χωρίς να ανησυχεί για «δυνατές» ελληνικές αντιδρά-σεις, ξεδίπλωσε τη νέο-οθωμανική εξωτερική πολιτική της σε όλα τα μέτωπα των στρατηγικών σχεδίων της, με την πεποίθηση ότι ο νέος κόσμος της «παγκοσμιοποίησης» έδινε ευκαιρίες στην Τουρκία για έναν σημαντικό ρόλο της στα διεθνή πράγματα. Σήμερα, ο κ. Νταβούτογλου είναι εκτός του «συστήματος» Ερντογάν και πολιτικός αντίπαλός του στην εσωτερική σκηνή της Τουρκίας. Όμως, ο αυταρχικός ισλαμιστής πρόεδρος όχι μόνο δεν ξέχασε τη διδασκαλία του κ. Νταβούτογλου, αλλά ακολουθεί πιστά και κατά γράμμα τους πολιτικούς άξονες του «Στρατηγικού βάθους», που περιλαμβάνουν βεβαίως και την πολιτική του απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο.

Τον Ιανουάριο 2010, σε ένα ακροατήριο 200 Τούρκων πρεσβευτών που υπηρετούσαν στο εξωτερικό και διπλωματικών στελεχών του υπουργείου, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, υπουργός Εξωτερικών πλέον, αναλύει τη νέα τουρκική πολιτική και τους στόχους της στο περιβάλλον της «νέας τάξης». Ομιλεί για τη δημιουργία «ενοποιητικής ταυτότητας» των μουσουλμάνων στη βάση της έννοιας του «συμπατριωτισμού» και αναφέρει ότι «οι δομές που στηρίζονται στις πολιτικές εξισώσεις οι οποίες δημιουργήθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο χάνουν πλέον σιγά-σιγά τη βαρύτητα της εγκυρότητάς τους». Και προσθέτει: «Η Ε.Ε. ορίζεται ως στρατηγικός στόχος, αλλά ποτέ δεν θα παραμελήσουμε τους δεσμούς μας με την Ασία, τη Μέση Ανατολή, τις ρίζες μας στα Βαλκάνια, ούτε στον Καύκασο και στην Αφρική». Μιλώντας δε για τα πέριξ της Μεσοποταμίας, ο κ. Νταβούτογλου θα πει πως «είναι αδύνατο να δείτε πού αρχίζει το σύνορο ανάμεσα στην Τουρκία και τη Συρία» και προσθέτει: «Κανείς να μη σκέπτεται πως επειδή κάποιος σχεδίασε εκεί ένα σύνορο, ότι τα σύνορα θα είναι μόνιμα». Αναφέρει, τέλος, ότι «άξονας» της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας είναι το «αίσθημα της αυτοπεποίθησης» και «η δυνατή φωνή που φτάνει ώς εμάς από όλα τα μέρη της Ανατολής και όλα τα μέρη της Βαλκανικής, από τα βάθη της Ιστορίας».

Σε αυτά όλα εδράζεται η αυτοκρατορική φαντασίωση του Ταγίπ Ερντογάν, που καθορίζει σήμερα, μεταξύ άλλων, και την επιθετική -εχθρική, θα λέγαμε- πολιτική του έναντι της Ελλάδας και εξηγεί απολύτως την απόφασή του να μην αφήσει ποτέ να του ξεφύγει ο έλεγχος της Κύπρου, όπου το 1974 η Τουρκία πέτυχε την πρώτη «κατάκτησή» της μετά το 1923, επεκτείνοντας ουσιαστικά τα τουρκικά εδάφη.