Τι τροφοδοτεί εδώ και μία 20ετία την ελληνική εξωτερική πολιτική έναντι της Τουρκίας; Την τροφοδοτεί κυρίως -ενίοτε και αποκλειστικώςτο παραγόμενο στην Τουρκία πολιτικό υλικό των δηλώσεων του Ταγίπ Ερντογάν και των υπουργών του για Αιγαίο, AOZ και Κύπρο. Το μόνο θέμα που έχει προστεθεί με πραγματικούς όρους στην πολιτική επικαιρότητα αυτών των ημερών είναι το όντως βαρύ ζήτημα των μεταναστευτικών «ροών», που κρατά ανοικτή μια θαλασσινή «πίσω πόρτα» στα ελληνο-τουρκικά. Από εκεί και πέρα, οι αθηναϊκές «ελίτ» εξακολουθούν να ξοδεύουν μέγα μέρος της ενέργειάς τους σε εσωτερικής καύσεως πολιτικές υποθέσεις. Ομως, όλες οι υποθέσεις που προσδιορίζουν τη διεθνή θέση της χώρας μας τις τελευταίες τρεις δεκαετίες είναι εκείνες που οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες «διάβασαν» λάθος ή επιπόλαια προσπέρασαν. Πρέπει να το αλλάξει αυτό τώρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που δέχεται τη «βροχή» του Ερντογάν.

Από το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’90 δρομολογούνται εξελίξεις που, παράλληλα με την οικονομική «παγκοσμιοποίηση», αφορούν τον επαναπροσδιορισμό της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής. Τα Βαλκάνια μεταμορφώνονται, με νέες στρατηγικές αντιλήψεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και με γερμανικές «παρεμβάσεις», η «αυτοκρατορική» Τουρκία ανακαλύπτει «προστατευόμενους» (της) αδελφούς μουσουλμάνους σε μια σειρά βαλκανικές χώρες. Εξελισσόμενο, το νέο σκηνικό της αναδιάταξης» μεγάλων περιοχών αγγίζει και σχέδια διάσπασης συμπαγών κοινωνιών. Στην Αθήνα, οι πολιτικές ηγεσίες θαύμασαν με ανοικτό στόμα τις αλλαγές του μεταπολεμικού παγκόσμιου συστήματος και πείστηκαν εύκολα από τρίτους για την ανάγκη ενός νέου «ρεαλισμού» στις σχέσεις της Ελλάδας με τους γείτονές της. Δεν ταράχτηκαν από το δράμα του διαμελισμού της Γιουγκοσλαβίας, ούτε αντελήφθησαν τι ουσιαστικά «δίδασκε» για την «επιβολή ειρήνης» το ΝΑΤΟ, που άλλαζε δόγμα από αμυντική σε επιθετική συμμαχία. Ούτε έγινε στην Αθήνα κατανοητό το τι ενδεχομένως σήμαινε για την Ελλάδα η κατεδάφιση του κεμαλισμού στην Τουρκία και ο νεοοθωμανισμός, που για τις ΗΠΑ σήμαινε τότε την αναστήλωση της τουρκο-αραβικής φιλίας.

Η αδυναμία παρακολούθησης και κατανόησης των μεγάλων αλλαγών καταγράφεται καθαρά στις μείζονος σημασίας παραδοχές και υποχωρήσεις της Αθήνας απέναντι στην, αντιθέτως, καλά «διαβασμένη» Τουρκία. Αυτή από τα μέσα της δεκαετίας ’90 αξιοποιεί όσα ετοίμαζε απ’ τα τέλη της περασμένης δεκαετίας, την περίοδο του Τουργκούτ Οζάλ. Οι ελληνικές κυβερνήσεις των «εκσυγχρονιστών» δεν αντιλαμβάνονται τίποτα απολύτως για τη μακράς πνοής στρατηγική που ξεκινά η Τουρκία έναντι της Ελλάδας, με εκκίνηση τη διατύπωση της θεωρίας για «γκρίζα ζώνη» στο Αιγαίο. Η ελληνική ηγεσία δρα το 1996-1999 όχι ως επικεφαλής μιας στρατιωτικά απειλούμενης Ελλάδας, αλλά ως εκπρόσωπος μιας πριν απ’ όλα «ευρωπαϊκής» χώρας-μέλους της Ε.Ε., η οποία για τα συμφέροντα ισχυρών εταίρων, με πρώτη τη Γερμανία, θέλει να έχει «κοντά της» την Τουρκία, όπως και οι ΗΠΑ.

Αλλά η Τουρκία, μεθοδικά, με σταθερούς στόχους στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο και στην Κύπρο, με υπερ-εξοπλισμούς, με επιθετική διπλωματία και με έντονο αντι-δυτικό ισλαμικό χρώμα, δημιουργεί με τον καιρό έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω απ’ την Ελλάδα - σήμερα με εργαλείο της και το Μεταναστευτικό. Ουδέν το «ευρωπαϊκόν», βεβαίως, σε όλα αυτά. Πολύ ακριβά πληρωμένη η πολιτική «μυωπία» των Κ. Σημίτη - Γ. Α. Παπανδρέου, δύο πολιτικών με άγνοια της τουρκικής στρατηγικής. Ετσι, φόρτωσε την Ελλάδα με μεγάλα βάρη η παταγωδώς αποτυχημένη «αναθεωρητική» πολιτική τους, έναντι της χαμογελαστής Τουρκίας, που τότε «έτριβε τα χέρια της» με την αθηναϊκή αφέλεια. Γνωστά τα αποτελέσματα. Τώρα μόνη στρατιωτική σύμμαχος της Αθήνας είναι οι ΗΠΑ, που για δικά τους στρατηγικά συμφέροντα «οχυρώνουν» τη Β. Ελλάδα (έναντι της Ρωσίας), τη Θράκη έναντι παντός «τρίτου» ως χερσαίου «περάσματος» των αμερικανο-ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων στη Μαύρη Θάλασσα, και μαζί με το Ισραήλ και «παρτενέρ» την Ελλάδα και την Αίγυπτο κάνουν «μέτωπο» στην Αν. Μεσόγειο, απέναντι σε Τουρκία, Ιράν και Κατάρ. Η Ελλάδα θέλει - δεν θέλει «παίζει» πλέον σε αυτό το πεδίο. Υποχρεωτικώς. Τα υπόλοιπα είναι «παραμύθια».