Στη ΔΕΘ έκλεισε ουσιαστικά το περασμένο Σάββατο, με τα όσα δημοσίως ανέπτυξε ο πρωθυπουργός, μία δραματική δεκαετία. Στο εξής, όλα, καλά ή κακά, θα είναι διαφορετικά. Η δεκαετία της ομολογημένης εθνικής χρεοκοπίας υποχρέωσε τα μικρά και μεσαία αστικά στρώματα της χώρας σε έναν βίαιο μετασχηματισμό τους και τραυμάτισε βαριά τα πολιτικά κόμματα της Ελλάδας, που συγκροτούσαν ένα ολόκληρο «σύστημα» για μία 35ετία.

Σήμερα, λοιπόν, τελευταίους μήνες του 2019, ο κ. Κυρ. Μητσοτάκης απευθύνεται στην κουρασμένη ελληνική κοινωνία και ξεκινά πορεία, γνωρίζοντας ότι: καμία «λαϊκή βάση» δεν είναι πλέον «δεδομένη» για κανένα κόμμα εξουσίας, ότι κανένα «μεγάλο» κόμμα της Μεταπολίτευσης δεν είναι σε μέγεθος και κοινωνική απήχηση όπως ήταν έως το 2009-10, ενώ ένα νέο κόμμα εξουσίας που μεσουράνησε στο πολιτικό στερέωμα για μία πενταετία, ηττημένο σήμερα, αναζητά ένα νέο πρόσωπο. Και μικρά κόμματα νεαρής ηλικίας, μίας κάποιας ελαφρότητας, που γεννήθηκαν στον λασπότοπο της κρίσης, έπε-σαν εφέτος σε εκλογικό γκρεμό ύστερα από μία θητεία «πίστας» ολίγων ετών στην πολιτική σκηνή.

Βεβαίως, η Νέα Δημοκρατία είναι σήμερα εδώ και μάλιστα κυβερνά, αλλά ποια σχέση έχει με το καταπτοημένο, εκλογικά συρρικνωμένο, παλιομοδίτικο κόμμα των προηγούμενων «μνημονιακών» χρόνων;

Το κάποτε κραταιό ΠΑΣΟΚ είναι επίσης εδώ, αλλά διόλου ενωμένο, και μεταμφιεσμένο σε Κίνημα Αλλαγής, δίνει απελπισμένο αγώνα επιβίωσης. Αλλά και πόση σχέση έχει με το ενθουσιώδες «ριζοσπαστικό» 2012-15 ο ζαλισμένος ΣΥΡΙΖΑ του 2019, που αναζητά τώρα μία «δεύτερη ευκαιρία», όχι πλέον ως Αριστερά, αλλά ως μικροαστική «Κεντροαριστερά» με περιπάτους σε «οράματα» της δεκαετίας του ’80;

Έτσι έκλεισε η πρώτη δεκαετία της εθνικής κρίσης για τα ελληνικά κόμματα. Έχει αλλάξει, όμως, και κάτι άλλο για τους κατόχους και για τους διεκδικητές εξουσίας: Η σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στις κομματικές ηγεσίες βρίσκεται πλέον σε χαμηλό επίπεδο. Μετά την εμπειρία της δεκαετίας, που συσσώρευσε βάσανα και απογοητεύσεις στην κοινωνία, οι πολίτες κρίνουν πλέον αυστηρά τις ηγεσίες και απαιτούν εναρμόνιση λόγων και πράξεων. Οι παλιές «οπαδικές» συμπεριφορές και οι ιδεολογικοί «συναισθηματισμοί» της «λαϊκής βάσης» κάθε κόμματος σαρώθηκαν από τους θυελλώδεις ανέμους των μνημονίων. Όλα είναι τώρα διαφορετικά και για πολιτικούς και για πολίτες. Τα χρόνια της άκρατης πολιτικής αερολογίας είναι εκ των πραγμάτων πίσω μας. Όσοι άφρονες πολιτικοί εξακολουθούν να υπολογίζουν στην «επικοινωνιακή» δύναμη του ψεύδους των «παθιασμένων» μονομαχιών και της τεχνητής «έντασης» θα απογοητευθούν οικτρά. Διότι το φθινόπωρο του 2019, οι Έλληνες πολίτες, αφού κουράστηκαν να ψηφίζουν, αφού δοκίμασαν πέντε κυβερνητικές εκδοχές και έζησαν τρία μνημόνια, καλά γνωρίζουν σήμερα από τι έχει ανάγκη ο τόπος, τι λείπει, τι πρέπει να διορθωθεί, τι στα αλήθεια μπορεί να βελτιώσει τη ζωή τους, τα εισοδήματά τους. Και είναι αυτή η πραγματικότητα, αυτός ο νέος κοινωνικός ρεαλισμός, που έχει ενώπιόν της η «μεταρρυθμιστική» κυβέρνηση του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη.

Χώρος για «τούμπες» και «κόλπα» και για βάναυσες πολιτικές συμπεριφορές δεν υπάρχει πλέον. Ο ΣΥΡΙ-ΖΑ πλήρωσε ακριβό εκλογικό τίμημα για τα λάθη του, εξέθεσε άσχημα την «Αριστερά» και υποχρεώθηκε να παραδώσει τη σκυτάλη της διακυβέρνησης σε μια συντηρητική, κεντροδεξιά, παράταξη, που κατάφερε να ανανεωθεί εσωτερικά, ακριβώς στο χρονικό «σημείο κάμψης» των δυνάμεων του κ. Τσίπρα. Τώρα είναι η σειρά της Νέας Δημοκρατίας του κ. Κ. Μητσοτάκη να δοκιμάσει τις δικές της νέες δυνάμεις. Και η ελληνική κοινωνία, που έτυχε μίας μακράς κακομεταχείρισης από τις πολιτικές «ελίτ» της χώρας, παλαιότερες και νεότερες, φαίνεται έτοιμη μεν να στηρίξει μία σειρά αλλαγών, σε οικονομία, σε διοίκηση και σε εκπαίδευση, αλλά δεν πρέπει να αναμένεται ότι θα φανεί επιεικής, αν διαπιστωθεί μεγάλη απόσταση μεταξύ προγραμματικών λόγων και κυβερνητικών πράξεων. Ο κ. Μητσοτάκης πρέπει να κερδίσει το «στοίχημά» του για μια παραγωγική πολιτική διαδρομή, χωρίς κοινωνική σκληρότητα. Κι αυτό απαιτεί πολλή δουλειά, απουσία αλαζονείας, διχαστικού λόγου και «επικοινωνιακών» τεχνασμάτων με στόχο το «πόπολο».