Οι Ελληνες πρωθυπουργοί και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ορθώς επιμένουν τα τελευταία χρόνια να υπενθυμίζουν επίμονα στους Ευρωπαίους εταίρους τους τις πολιτικές και νομικές υποχρεώσεις τους για την υπεράσπιση των ελληνικών συνόρων ως ανατολικών συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και η Λευκωσία ορθώς τονίζει στους Ευρωπαίους πως, όταν η Τουρκία απειλεί με «πολιτική κανονιοφόρων» την Κυπριακή Δημοκρατία, απειλεί στρατιωτικά μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της ευρωζώνης. Καλώς πράττουν Αθήνα και Λευκωσία, διότι οι θέσεις τους, που βασίζονται σε διεθνείς Συνθήκες, στο Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, πρέπει να αναδεικνύονται σταθερά στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή σκηνή γενικότερα. Στο πεδίο των υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας η διαρκής, «μονότονη» υπογράμμιση των εθνικών θέσεων μιας χώρας είναι απολύτως απαραίτητη. Διαφορετικά, αν η ισχύς τους θεωρηθεί «αυτονόητη», η δύναμή τους ατονεί στο διεθνές στερέωμα. 

Ομως, επί της ουσίας, η Αθήνα δεν έχει πολλά να περιμένει από την επί χάρτου «αλληλεγγύη» των εταίρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που, ναι μεν, συμμερίζονται τις ελληνικές θέσεις και «καταδικάζουν» τις παρεκτροπές της Τουρκίας, αλλά από εκεί και πέρα... ουδέν το χρήσιμο για την Ελλάδα. Η αιτία γι’ αυτό δεν είναι μόνον ότι η «μεγάλη αγορά» της Τουρκίας εξακολουθεί να γοητεύει τους ισχυρούς της Ε.Ε., με πρώτη τη Γερμανία, που επενδύει τεράστια ποσά στη χώρα του ισλαμιστή Ερντογάν. Είναι και ότι η φύση της Ε.Ε. είναι πλέον τέτοια ώστε το νόημά της σήμερα απλώς... αναζητείται. Η σημερινή Ευρώπη δεν παράγει πολιτική. Το πνευματικό της κεφάλαιο στον τομέα της πολιτικής έχει σοβαρά εξασθενήσει, καθώς το ενοποιητικό όραμά της έχει προ πολλού εξαερωθεί και οι ιδρυτικές αρχές της έχουν πάει «περίπατο». Η Κοινότητα των Ευρωπαίων έχει χάσει την πολιτική ψυχή της. Αυτό που απομένει ως «Ενωση» στην παρούσα ιστορική φάση είναι η ομοφωνία ενός αριθμού μελών της για την αποδόμηση των εθνών της Ε.Ε. και για την επίδειξη σεβασμού στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο απολιτικό κυνήγι του επιχειρηματικού κέρδους.

Ο «θεός» που αξίζει να λατρεύεται είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Και η «πανίσχυρη» Γερμανίδα κυρία Μέρκελ εκτιμάται ακριβώς εξαιτίας του ότι η πολιτική σκέψη της για την Ευρώπη αγγίζει τον βαθμό μηδέν. Αυτός είναι και ο κύριος -αν όχι και αποκλειστικός- λόγος για τον οποίον η Ευρωπαϊκή «Ενωση» έχει συστηματικά αποφύγει να συγκροτήσει Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Αμυνα. Κάτι τέτοιο, όντως «κοινό», θα περιόριζε τις κινήσεις των ισχυρών της Ε.Ε. εκτός Ευρώπης. Αντιθέτως, προβάλλεται από Βερολίνο και Παρίσι η «ανάγκη» οργάνωσης ενός πέραν του ΝΑΤΟ «ευρωπαϊκού στρατού» γαλλογερμανικής κατασκευής για «επιχειρήσεις» εκτός Ευρώπης, εκεί όπου μείζονα οικονομικά συμφέροντά τους μπορεί να βρίσκονται εν κινδύνω, λόγω συγκεκριμένων διεθνών «αναταράξεων». Δεν είναι τυχαίο που αναδείχθηκε πρόεδρος της Κομισιόν μια Γερμανίδα, έως χθες υπουργός Αμυνας και ένθερμη οπαδός της ιδέας για γαλλογερμανικό «ευρωπαϊκό στρατό».

Η Αθήνα δεν έχει, βεβαίως, κανέναν λόγο να μην προσπαθεί να αποσπά κάθε δυνατή «στήριξη» από την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής της θέσης σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο δεν έχει νόημα να υπολογίσει σε μια υπέρ αυτής σοβαρή «παρέμβαση» της Ε.Ε. Αν, πάλι, κάποια ευρωπαϊκά ενεργειακά συμφέροντα της «Ενωσης» απειληθούν, τότε οι «ενδιαφερόμενες» χώρες θα κινηθούν έτσι κι αλλιώς «από μόνες τους» κι αυτό όχι για να στηριχθεί οπωσδήποτε μονομερώς η Ελλάδα, αλλά με στόχο την «τακτοποίηση» προβλημάτων ΑΟΖ στην περιοχή. Αυτή την περίοδο, η Αγκυρα έχει στρατιωτικοποιήσει την πολιτική της σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Και καλά γνωρίζει ο Ταγίπ Ερντογάν ότι κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική δεν υφίσταται. Γι’ αυτό και μπορεί να συζητά, κατά περίπτωση, απευθείας με το Βερολίνο, με το Παρίσι και από την «πίσω πόρτα» με τους Βρετανούς. Ολα τούτα ορίζουν σήμερα το περιεχόμενο και τα όρια της «ευρωπαϊκής» πολιτικής της κυβέρνησης του Κυρ. Μητσοτάκη στο πεδίο των υποθέσεων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας.