Στην πολιτική εξέλιξη ενός τόπου, μία στιγμή Ιστορίας μπορεί να παίξει άσχημα παιχνίδια, αλλάζοντας άρδην προς το χειρότερο την πορεία των εθνικών πραγμάτων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η «στιγμή» ήταν ο Οκτώβριος 1981. Τότε συνέβη η μεγάλη αναποδιά. Εχασε τις εκλογές η παράταξη που είχε οδηγήσει τη χώρα στην Κοινότητα των Ευρωπαίων (την τότε ΕΟΚ) ως πλήρες μέλος της, και κέρδισε τη μάχη το κόμμα που δίδασκε την απόρριψη της κορυφαίας εκείνης επιλογής. Την ώρα ακριβώς που η Ελλάδα είχε την ευκαιρία για έναν εκσυγχρονισμό της παραγωγικής και διοικητικής βάσης της μέσα από το πλέγμα των κοινοτικών ενισχύσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεών της, βρέθηκε στο ανάποδο ρεύμα: Αντί για μια πολιτική ηγεσία που θα στήριζε τη μείζονα επιλογή Καραμανλή και θα έβαζε τη χώρα σε πορεία εθνικού εκσυγχρονισμού, η Ελλάδα απέκτησε πολιτική ηγεσία από ένα δυναμικό λαϊκιστικό κόμμα, εχθρικό προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, που έβαλε τη χώρα σε μια πορεία πολιτικού αναχρονισμού, επίπλαστης ευμάρειας και παρασιτικού καταναλωτισμού. Μία πραγματική καταστροφή. Μαζί με πολλά άλλα, χάθηκε στις δεκαετίες ’80 και ’90 η μεγάλη υπόθεση του εκσυγχρονισμού των υπηρεσιών της δημόσιας διοίκησης και της τεχνολογικής αναβάθμισης της Ελλάδας. Ο λαϊκισμός του Ανδρέα Παπανδρέου κατάφερε ισχυρά, διαλυτικά πλήγματα στην ήδη ασθενική δημόσια διοίκηση που παρέλαβε το 1981. Και αυτό επρόκειτο να στοιχίσει στη συνέχεια πάρα πολύ ακριβά στη χώρα μας.

Σήμερα, η νέα πολιτική ηγεσία του κ. Κυρ. Μητσοτάκη ξεκινά την οργάνωση αυτού που ονομάζει «επιτελική διακυβέρνηση», στη βάση ενός σχεδίου με στόχο την καλύτερη δυνατή παρακολούθηση και τον έλεγχο του καθημερινά παραγόμενου κυβερνητικού έργου. Και θετικό θα είναι βεβαίως να οργανώνεται σωστά με κεντρική καθοδήγηση η δουλειά των στελεχών της κυβέρνησης. Ομως, ο πρωθυπουργός ξεκινά τη δική του προσπάθεια, έχοντας στις πλάτες του, όπως και οι προκάτοχοί του, το βάρος του μεγάλου άλυτου προβλήματος: Τη χαμηλή ποιότητα μίας δημόσιας διοίκησης, πληγωμένης από κομματισμούς δεκαετιών, με αναχρονιστικές δομές, κυκλωμένης από νομικούς δαιδάλους ασυνάρτητων νομοθετημάτων και με τεράστιες ελλείψεις τεχνολογικών μέσων. Συγκρινόμενη με τους εταίρους της, η Ελλάδα, με ευρωπαϊκή κοινοτική θητεία 38 ετών, διαθέτει ένα «Κράτος» που απελπίζει τους πολίτες της και τους ξένους που (επιχειρούν να) συναλλάσσονται μαζί της.

Από την «επιτελική διακυβέρνηση», παραγωγική αξία πρώτου μεγέθους θα προκύψει στα αλήθεια μόνον αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιτύχει σ’ αυτό που απέτυχαν όλοι οι μεταΠαπανδρέου πρωθυπουργοί: Στη ριζική αναδιοργάνωση της δημόσιας διοίκησης, σε αυτό που απέτυχαν οι αυτάρεσκοι «εκσυγχρονιστές» του Κ. Σημίτη και ο Κώστας Καραμανλής είχε ονομάσει «επανίδρυση του κράτους», αποτυχών κι αυτός στην προσπάθειά του - ισχυρές γαρ και εχθρικές οι δυνάμεις αδρανείας στους κρατικούς μηχανισμούς, με ευθύνες βεβαίως και «αμαρτίες» των μεγάλων κομμάτων.

Σήμερα, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας παραλαμβάνει αυτό το βάρος, διαδεχόμενη μάλιστα την κυβέρνηση του κ. Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος δεν απέτυχε στο έργο του εκσυγχρονισμού της δημόσιας διοίκησης, για τον απλό λόγο ότι ποτέ δεν το επιχείρησε. Δεν το επέτρεψε ο μικροαστικός αριστερισμός του ιδίου και του κόμματός του.

Το βάρος του προβλήματος περιλαμβάνει και αυτό που θα έχει επίσης να αντιμετωπίσει ο κ. Μητσοτάκης: Οτι στα «μεγάλα» κόμματα κατοικούν και κινούνται στους «κάτω» ορόφους τους ποικίλων ειδών κομματικοί παράγοντες, που έχουν φτιάξει «σχέσεις» στις δημόσιες υπηρεσίες και σε δημόσιους οργανισμούς. Σε αυτή την πολλαπλώς καθυστερημένη (ας μην κρυβόμαστε άλλο) χώρα μας, η υπόθεση της «επανίδρυσης του κράτους» είναι πλέον ένα τιτάνιο έργο, το οποίο, όμως, όσο αναβάλλεται, συσσωρεύει ζημίες τεράστιες, που κρατούν την Ελλάδα σε μια ιδιότυπη υπανάπτυξη χωρίς μέλλον.