H απόφαση της Τουρκίας να προμηθευτεί τους ρωσικούς πυραύλους S-400 ήταν εξαρχής μια ευθεία πρόκληση του Ταγίπ Ερντογάν προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Αν γίνει δεκτό ότι ο Τούρκος πρόεδρος δεν είναι μια σοβαρά διαταραγμένη προσωπικότητα, τότε λογικά προκύπτει ότι πρόκειται για μια συνειδητή γεωστρατηγική επιλογή του. Συνεπώς, η ρήξη στις σχέσεις της Τουρκίας με τις ΗΠΑ σήμερα και η έναρξη προβληματισμών για το κατά πόσο αυτή η χώρα μπορεί πλέον να είναι κανονικό μέλος της Συμμαχίας του ΝΑΤΟ είναι απόλυτα φυσιολογικές εξελίξεις. Διότι είναι εύκολα κατανοητό ότι δεν είναι δυνατόν να είναι μια χώρα μέλος μιας μεγάλης στρατιωτικής συμμαχίας, με συγκεκριμένους στρατηγικούς στόχους και αντιπάλους, και παράλληλα να συνεργάζεται στο πεδίο της αγοράς οπλικών συστημάτων με τον βασικό αντίπαλο αυτής της πολυμερούς συμμαχίας, που εν προκειμένω είναι η Ρωσία.

Η Ελλάδα δέχεται σήμερα όσο ποτέ άλλοτε μεταπολεμικά έντονη στρατιωτική πίεση και τις πολεμικές απειλές μιας ισλαμικής Τουρκίας που διεκδικεί τμήματα ελληνικής εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και επιζητεί ανοικτά την «εξαφάνιση» της Ελλάδας από τις θάλασσες της Ανατολικής Μεσογείου. Οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας μας έχουν σε μεγάλο βαθμό καθυστερήσει να ζυγίσουν όπως θα έπρεπε τις τουρκικές πολιτικές και τους σταθερούς στρατηγικούς στόχους τους από το 1974 και πέρα.

Καθυστερημένες και νευρικές αντιδράσεις της Αθήνας σε «πρωτοβουλίες» της Αγκυρας, απώλεια πολιτικού χρόνου, αμήχανες και φοβικές ελληνικές «πολιτικές» και λανθασμένες εκτιμήσεις για το «ευρωπαϊκό πρόσωπο» των τουρκικών ελίτ έφεραν με το πέρασμα των χρόνων σε πλεονεκτική θέση ισχύος την Τουρκία έναντι της Ελλάδας. Γνωστά τα γεγονότα και απολύτως ορατές σήμερα οι πτυχές ενός περίπλοκου προβλήματος, που η ελληνική πλευρά αγωνίζεται να αντιμετωπίσει σε πολιτικό, διπλωματικό, στρατιωτικό και νομικό επίπεδο, με την Τουρκία διαρκώς σε θέση επιτιθέμενης δύναμης. Και ο ΝΑΤΟϊκός «αποστάτης», ο ισλαμιστής Ερντογάν, τεντώνει κι άλλο το σχοινί στην κυπριακή ΑΟΖ και διεκδικεί ΑΟΖ από το Καστελλόριζο έως την υφαλοκρηπίδα της Κρήτης.

Η ασφυκτική αυτή κατάσταση δεν μπορεί να συνεχίζεται άλλο. Το γεγονός ότι η Τουρκία βρίσκεται τώρα σε ευθεία σύγκρουση με τις ΗΠΑ και ότι οι Ευρωπαίοι της Ε.Ε. αποδοκιμάζουν την ταραχοποιό Αγκυρα του «νταή» Ερντογάν δεν αλλάζει τις πραγματικές διαστάσεις του ελληνικού προβλήματος. Η Ελλάδα πρέπει να βρει το ταχύτερο τρόπους να οργανώσει την άμυνά της σε όλα τα προσφερόμενα πεδία, για να ξεφύγει από αυτή την κατάσταση ως χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, δεμένη με στενές σχέσεις στρατιωτικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Είναι η ώρα να ζητήσει η Αθήνα κάποια πράγματα από τους συμμάχους της.

Η Αθήνα έχει αυτή την ώρα ένα εσωτερικό πλεονέκτημα: είναι επί της ουσίας απόλυτη η ευθυγράμμιση της κυβέρνησης με την αξιωματική αντιπολίτευση και το τρίτο κόμμα της Βουλής στην υπόθεση της στρατηγικής συνεργασίας της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και τους στόχους του ΝΑΤΟ. Οι δυνάμεις αυτές συγκροτούν μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία στήριξης της θέσης ότι η χώρα μας αποτελεί παράγοντα «σταθερότητας από τον Δούναβη και τη Μαύρη Θάλασσα έως την Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή», όπως το διατυπώνει σήμερα η Ουάσινγκτον.

Αυτή η συναίνεση -η μοναδική υπάρχουσα στην ελληνική πολιτική σκηνή τα τελευταία χρόνια- μπορεί και πρέπει να οδηγήσει στο ξεδίπλωμα μιας δυναμικής πολιτικής προσπάθειας, με ισχυρή διακομματική βάση, για να εξασφαλίσει η Ελλάδα μια «καθαρή στήριξη» από τις ΗΠΑ, με υπογραφές συγκεκριμένων δεσμεύσεων, πέρα από συμμαχικές δηλώσεις.

Η χώρα μας προσφέρει ήδη πολλά πλεονεκτήματα από τα εδάφη της στις ΗΠΑ και στο ΝΑΤΟ στην υπόθεση της στήριξης ενός στρατηγικού «τείχους» των δυτικών δυνάμεων από τον Δούναβη έως το Σουέζ. Δεν είναι πλέον νοητό να ζει αυτή η ΝΑΤΟϊκή, ευρωπαϊκή Ελλάδα υπό διαρκή τουρκική απειλή στα θαλάσσια ανατολικά σύνορά της, κρατώντας μάλιστα με μεγάλους κόπους, σε περίοδο μακράς οικονομικής κρίσης, σε υψηλό βαθμό την επιχειρησιακή δύναμη των τριών Οπλων της.