Προέχει να μη συγχέουμε τις έννοιες. Το λέμε αυτό διότι διατυπώθηκαν κάποιες αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις για την αποδοχή από την χώρα μας ενός νέου κύκλου διερευνητικών επαφών. Πρώτ’ απ’ όλα ουδέποτε η χώρα μας -και παρά τις διαχρονικές προκλήσεις της Τουρκίας- απέρριψε να καθίσει σε ένα τραπέζι να συζητήσει. Κι αυτό διότι όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν μία πάγια κόκκινη γραμμή. Ότι δεν παραχωρούν αναγνωρισμένα από το διεθνές δίκαιο κυριαρχικά δικαιώματα. Πολύ περισσότερο κυριαρχία. Κατά συνέπειαν υπό τον απαράβατο αυτό όρο που έχει επιβεβαιωθεί διαχρονικά, καμία συζήτηση δεν μας βλάπτει. Η δε παρότρυνση κατά καιρούς ξένων δυνάμεων και κυρίως συμμάχων «καθίστε σε ένα τραπέζι να τα βρείτε», στην ουσία δεν συνιστά εντολή. Κι αυτό, για τον απλό λόγο ότι δεν πρόκειται «να βρούμε τίποτε», καθώς είναι πάγια η τουρκική τακτική να διευρύνει συνεχώς τις απαιτήσεις της. Και μάλιστα χωρίς νομική βάση συμφώνως προς το Διεθνές Δίκαιο, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι η Τουρκία εγείρει και εδαφικές διεκδικήσεις. Κάτι που απαρέσκει στους ξένους που κατά τα άλλα θέλουν να διατηρηθεί παγκοσμίως, λίγο ως πολύ, η σημερινή τάξη πραγμάτων. Ειδικώς όταν πρόκειται για χώρες του δυτικού συνασπισμού.

Και μη λησμονούμε και μία πραγματικότητα που επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Ότι ο προηγούμενος κύκλος των διερευνητικών είχε συμπληρώσει 61 συναντήσεις χωρίς να προκύψει κάτι το οποίο μάλιστα θα ζημίωνε τα ελληνικά συμφέροντα. Η όλη αυτή διαδικασία αποτελεί την γνωστή τουρκική τακτική της κωλυσιεργείας απλώς και μόνο για να δίδει την εντύπωση, σε διεθνές επίπεδο, ότι συνομιλεί, περιμένοντας την χώρα μας να αρνηθεί κάποιας μορφής διάλογο για να μας κατηγορήσει ως αδιαλλάκτους. Την στιγμή μάλιστα που πίσω από κάθε διάλογο στην ουσία θέλει να ξεχάσουν οι άλλοι τον μεγαλοϊδεατισμό της. Που είναι ιδιαιτέρως έντονος υπό το σημερινό αυταρχικό καθεστώς Ερντογάν...