Ας κάνουμε μία βασική παραδοχή. Η ορθότητα μίας απόφασης, κρίνεται όχι σύμφωνα με το αποτέλεσμα, αλλά με τα δεδομένα που έχει κάποιος τη στιγμή που τη λαμβάνει.

Και μόνη της η παραπάνω παραδοχή θα αρκούσε για να χαρακτηρίσει τη συμφωνία Ελλάδας και Αιγύπτου για οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών που υπογράφτηκε την Πέμπτη ως πετυχημένη.

Αρκεί όμως στην πράξη, δεδομένης της υψηλής κριτικής που ασκείται από πολλούς στα ψιλά γράμματα της συμφωνία; Απ’ ό,τι φαίνεται όχι.

Ας δούμε λοιπόν πώς είχαν τα πράγματα στην περιοχή.

Η Τουρκία έχοντας υπογράψει ένα παράλογο μνημόνιο με τη Λιβύη καταργούσε κάθε έννοια λογικής, γεωγραφίας και διεθνούς δικαίου στη θαλάσσια περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, είχε πετύχει κάτι. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών είχε αναρτήσει τον εν λόγω χάρτη, δίνοντάς του μία καταρχήν «νομιμοποιητική βάση». Ο ΟΗΕ από την Ελλάδα είχε μόνο μία διαμαρτυρία και ως εκεί. Μία συμφωνία όμως δεν γίνεται να ακυρωθεί από καταγγελίες και διαμαρτυρίες αλλά μόνο από μία άλλη συμφωνία.

Η Ελλάδα είχε στα χέρια της συγκεκριμένες επιλογές αμέσως μετά τις ενέργειες της Τουρκίας. Η συνεχής καταγγελία του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου και η επίκληση του Διεθνούς Δικαίου, ήταν το πρώτο βήμα αλλά δεν θα είχε αντίκρισμα αν δεν συμπληρωνόταν από πράξεις από την ελληνική πλευρά.

Μία συμφωνία, όπως αυτή που υπογράφτηκε βασίζεται στο Διεθνές Δίκαιο και όχι σε κάποιο σόφισμα ή έμμονη ιδέα, ενώ μπορεί να σταθεί σε διεθνές δικαιοδοτικό όργανο.

Η κριτική για τις λεπτομέρειες και τις όποιες παραχωρήσεις έγιναν από την ελληνική πλευρά, έχουν τον χαρακτήρα του «μετά Χριστόν προφήτη». Κι αυτό γιατί κρίνουν κάτι όχι με βάση τις δεδομένες συνθήκες, αλλά με όσα ίσχυαν στο παρελθόν ή όσα θα θέλαμε να ισχύουν.

Τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, τα οποία συχνά επικαλούμαστε, δεν είναι κάτι αυθύπαρκτο αλλά βασίζονται πάνω στο Διεθνές Δίκαιο και κατοχυρώνονται από συμφωνίες, όπως αυτές που υπέγραψε η χώρα μας με την Ιταλία και την Αίγυπτο.

Και οι δύο παραπάνω συμφωνίες δείχνουν με πράξεις ότι η Ελλάδα πλέον δεν αρκείται σε ατέρμονες διαπραγματεύσεις και αλλεπάλληλους κύκλους συζητήσεων, αλλά προχωράει σε πράξεις συνάπτοντας συμφωνίες με διεθνή ισχύ.

Η Ελλάδα κινείται ως κράτος σε μία περιοχή με διαρκώς μεταβαλλόμενους συσχετισμούς δυνάμεων αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η Αίγυπτος θα μπορούσε να έχει συμφωνήσει με την Τουρκία το 2013.

Η ενεργητική διπλωματία λοιπόν, δεν είναι ένα ρητορικό πυροτέχνημα αλλά μία πράξη συνέπειας και υπευθυνότητας. Οι «μετά Χριστόν προφήτες» δεν βοηθούν σε κάτι παρά μόνο στο να συνεχίσει να γίνεται αυτό που γινόταν στο παρελθόν με τα γνωστά αποτελέσματα.