Ας κάνουμε μία μικρή παραχώρηση και ας χρησιμοποιήσουμε καταχρηστικά τον όρο «κανονικότητα» που είναι της μόδας τους τελευταίους μήνες και για κάτι ακόμα. Για τα χρηματοοικονομικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η Ελλάδα.

Στη σειρά της ΕΡΤ «Η αγάπη άργησε μια μέρα» που προβλήθηκε το 1997, το τέλος είναι τραγικό κάτι που δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση, με την Ελλάδα να ανακτά την κανονικότητα σε έναν τομέα των οικονομικών, μετά από 5 ολόκληρα χρόνια, ένα Μνημόνιο και εν μέσω μίας μεγάλης πανδημίας που τραντάζει την παγκόσμια οικονομία για δεύτερη φορά μέσα στον 21ο αιώνα.

Αυτή η ιδιότυπη οικονομική κανονικότητα περιλαμβάνει εργαλεία που είχε δυνητικά στη φαρέτρα της η Ελλάδα και η εκάστοτε κυβέρνησή της μέχρι το 2015 και την περήφανη διαπραγμάτευση της δημιουργικής ασάφειας. Οι εξυπνακίστικοι χειρισμοί του διδύμου Τσίπρα-Βαρουφάκη πριν 5 χρόνια αφόπλισαν την Ελλάδα. Μετά από 5 χρόνια η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη με σοβαρούς χειρισμούς, επανακτά τα συγκεκριμένα «όπλα» εκμεταλλευόμενη τη διάθεση που δείχνουν ευρωπαϊκοί θεσμοί για να ενισχύσουν της οικονομίες των κρατών-μελών της Ευρωζώνης.

Το πρώτο εργαλείο είναι η ένταξη της Ελλάδας στο περίφημο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, γνωστό και ως QE, το πρόγραμμα μηνιαίων αγορών ομολόγων από τις τράπεζες για την παροχή ρευστότητας στην αγορά. Στο εν λόγω πρόγραμμα που ξεκίνησε το 2015 η Ελλάδα δεν κατάφερε να ενταχθεί ποτέ με βασικούς υπαίτιους της κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου και τον τότε υπουργό Οικονομικών, Γιάνη Βαρουφάκη. Η Ελλάδα δεν κατάφερε ποτέ να ενταχθεί μάλιστα, παρά τις κατά καιρούς θετικές δηλώσεις.

Ο λόγος; Η απώλεια του waiver από την ΕΚΤ.

Βασική προϋπόθεση για να συμμετέχει η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ήταν η ΕΚΤ να αποδέχεται ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας στις τράπεζες. Το δικαίωμα αυτό που επεστράφη στην Ελλάδα στις αρχές Απριλίου, είχε χάσει η κυβέρνηση Τσίπρα τον Φεβρουάριο του 2015 καθώς όπως διαπίστωνε η ΕΚΤ «δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί σίγουρη η επιτυχής ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης στο πλαίσιο του (τότε) υφιστάμενου προγράμματος».

Το τρίτο εργαλείο που επανέκτησε η Ελλάδα είναι τα κέρδη από τις ωριμάνσεις δικών της ομολόγων. Πρόκειται για τα άγνωστα ANFAs και SMPs, κέρδη από τα ελληνικά ομόλογα που αγόρασαν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι τράπεζες και δεν είχαν εκταμιευθεί προς την Ελλάδα λόγω της περιπέτειας του 2015 και κάθονταν «παρκαρισμένα» σε έναν λογαριασμό της ΕΚΤ. Το ύψος των χρημάτων υπολογίζεται σε 748 εκ. Ευρώ και θα χρησιμοποιηθούν για τις δανειακές ανάγκες της χώρας.