Ο τεράστιος Μάνος Χατζηδάκης, που δεν ξεχώριζε τον κόσμο ανάλογα με τις πολιτικές του πεποιθήσεις, μήτε έσπερνε διχασμό και διχόνοια, κάθε φορά που χρειαζόταν να τοποθετηθεί δημοσίως, κάποτε μας έδειξε με το δάχτυλο να βγαίνει από τη σκοτεινή του σπηλιά το αποκρουστικό τέρας του «λαϊκισμού», του «φασισμού», του «ρατσισμού» και της «μισαλλοδοξίας» και εμείς αντί να τρομάξουμε που ερχόταν καταπάνω μας, το πήραμε για κούκλα.

Το παίξαμε στα γόνατα μας, το κανακέψαμε, το χαϊδέψαμε,  το βγάλαμε βόλτα στα σεργιάνια της ζωής μας, το καθαρίζαμε και το ξεπλέναμε στη βεράντα του σπιτιού μας, έγινε οικόσιτο και χοροπηδούσε ασύδοτα στην αυλή μας, έπαιζαν μαζί του τα παιδιάς μας,  μέχρι που του μοιάσαμε αηδιαστικά υπέροχα και βρωμερά τέλεια. Από κάποια στιγμή και μετά δεν μας ένοιαζε πως γίναμε έτσι, αλλά μας ενοχλούσαν εκείνοι που ήταν αλλιώς επειδή δεν έβρισκαν ελκυστική και όμορφη την ασχήμια μας.

Μαγκώνονταν από το χυδαίο λόγο μας, προβληματίζονταν με τις τιποτένιες πρακτικές μας, δεν γελούσαν με τα κακόγουστα αστεία μας, δεν αποθέωναν με παλαμάκια και χειροκροτήματα την ηρωϊκή μας δηθενιά, δεν το βούλωναν για να ακούσουν τα αυτάρεσκα λογύδρια μας, δεν κάθονταν σούζα στην παράδοση του μαθήματος μας, δεν αποκοιμιόντουσαν στο «ζήσαμε και εμείς καλύτερα» των παραμυθιών μας», δεν μπερδευόντουσαν από την αναποδιά των επιχειρημάτων μας.

Αμφισβητούσαν την ορθότητα της προπαγανδιστικής θεωρίας μας, δεν μουτζωναν και δεν έφτυναν εκεί που τους λέγαμε, τους έπιανε αναγούλα αντί να διεγείρεται η όσφρηση τους από τις μοσχομυριστές πορδές του στόματος μας. Συνωμοτούσαν «λογικά» οι άπιστοι στις μπαμπέσικες χαρές μας. Και όταν λέγαμε στον μαέστρο «παίξε μια καλή πουστιά» να ζηλέψουν όλες οι λούγκρες το ιερό τέρας της πολιτικής, που έσερνε τη δυσβάσταχτη μαγκιά του στην πίστα , μας γιούχαραν , φωνάζοντας όχι άλλο «Κραουνάκη, φέρτε πίσω Χατζηδάκη».

Πως σε πετσόκοψε έτσι το τέρας ρε Σταμάτη και γίνεσαι πολλάκις ο Πολάκης της τέχνης? Να τραγουδάς για ξεχωρίσεις από τον κόσμο και όχι να τον σμίξεις.  Εσύ που και νεκρός θα αγαπούσες , το θύμα τον θύτη και την αφορμή. Μαύρισαν τα κόκκινα γυαλιά σου και δεν συγχωρείς ούτε τα πεθαμένα σου μήτε τα ζωντανά σου. Πρωτοψάλτης, μονίμως στο θάψιμο των άλλων, έκανες τη σωτηρία της ψυχής να φαντάζει φτηνό πράγμα. Ανθρώπων έργα τιποτένια,  αρκεί η πάρτη μας να είναι η μόνη έγνοια. Γιατί ανέκαθεν ήσουν μανούλα στις δημόσιες σχέσεις, ας είναι καλά η αδελφή που τα φροντίζει όλα, συστημικός μέχρι το μεδούλι. Το αγαπημένο παιδί όλων των εκδοτικών συγκροτημάτων και των ραδιοφωνικών σταθμών. Την εποχή που σε έφτιαχνε καλλιτεχνικά με τους στίχους της, η σεμνή Λίνα Νικολακοπούλου, αλλά εσύ ως καλός παίκτης,  εκβίαζες την διαχρονικότητα του έργου σου με τις πλάτες των φίλων σου μουσικών παραγωγών, που σε έπαιζαν σε βαθμό ανελέητης προπαγάνδας.  

Όλες οι πόρτες ανοιχτές και εσύ ως ντεμέκ αριστερός, που ήθελες να κρυφτείς από την πολιτική ελίτ, αλλά η χαρά δεν σε άφηνε,  πανταχού παρών και άγνωστο εάν αυτό γινόταν επί πληρωμών. Ακόμη και σε πριβέ πάρτι της Νατάσας Καραμανλή, σύζυγο αρχηγού κόμματος, που όταν «τακίμιασες» με τον Α. Τσιπρα άφηνες να εννοηθεί πως είναι ένα από τα κωλόπαιδα των οικογενειών που εδώ και εξήντα χρόνια διαφεντεύουν τις τύχες της Ελλάδος. Τσακίστε τον δικομματισμό φώναζες, ενώ όταν σε βόλευε τον διασκέδαζες και δεν έτρεχε κάστανο έτσι? Κάποτε η συγχωρεμένη η Μαλβίνα σου έκανε κριτική για το άλμπουμ «Δεν έχω ιδέα» και της κρατούσατε οικογενειακώς μούτρα. Το θυμάσαι φαντάζομαι.  

Αλληλέγγυος «φραγκοφονιάς», όχι σαν τον βλάκα τον Νταλάρα που την εποχή του μνημονίου τον «γιαούρτωναν» οι ομοϊδεάτες σου και το μόνο που βρήκες να πεις ήταν πως «έπρεπε να βάλει εισιτήριο» και όχι να δίνει τζάμπα παραστάσεις. Προφανώς με τη λογική αυτή «θα πήρες ανάποδες» και με την φίλη σου Άλκηστη Πρωτοψάλτη, για την «καροτσάτη» συναυλία που έδωσε δωρεάν στις γειτονιές της Αθήνας, και «όχι στο Κούλη τα λημέρια», όπως έγραψες στο fb. Αν θυμάμαι καλά τόσο κράξιμο δεν έριξες όταν έγινε αναπληρώτρια υπουργός Πολιτισμού στην υπηρεσιακή κυβέρνηση της εκλεκτής του Α. Τσίπρα Βασιλικής Θάνου το Σεπτέμβρη του 2015.

Και στο κάτω- κάτω της γραφής, αντί να στήνεις για μια ακόμη φορά «διχαστικά» σόου, με σκοπό να υπενθυμίσεις  δια της πλαγίας οδού την «συνθετική» σου δεινότητα με ένα ξεχασμένο άσμα, όπως είναι τα «πιο ωραία λαϊκά», που αν έβγαινε σήμερα μπορεί και να είχε λιγότερες προβολές στο διαδίκτυο από το ντουέτο σου με τη Γωγώ Τσαμπά στο τραγούδι «Βέρες», ας βγεις  ευθέως να δηλώσεις  πως δεν γουστάρεις τα τραγούδια σου να «παίζουν» τζάμπα σε κανενός το «λημέρι» που δεν είναι οπαδός του ΣΥΡΙΖΑ ή δεν έχει την «στόφα» του ιερού τέρατος της πολιτικής Π. Πολάκη, εφόσον «οριοθετείς» με απαγορευτικούς όρους την μουσική και το τραγούδι.

Έχει ξαναγίνει άλλωστε αυτό από την κόρη του αείμνηστου Μάνου Λοϊζου, που έγινε δυο φορές διάσημη τα τελευταία χρόνια. Την πρώτη επειδή «απαγόρευσε» από το ΠΑΣΟΚ να παίζει στις προεκλογικές του συγκεντρώσεις το «Καλημέρα Ήλιε καλημέρα» του πατέρα της και την δεύτερη επειδή μετά από αυτή την αβανταδόρικη προς την Κουμουνδούρου ενέργεια ο Α. Τσίπρας την έβαλε στο ευρωψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ και αναγκάστηκε να την θέσει εκτός αυτού στο τέλος επειδή αποκαλύφθηκε πως επί 69 περίπου μήνες εισέπραττε παρανόμως τη σύνταξη της  αποθανούσας μητέρα της.

Η απάντηση βέβαια σε όλες τις παραπάνω «χωροφυλακίστικες απαγορεύσεις»,  που συνοδεύονται από «εξώδικά» και απειλές για διεκδίκηση οικονομικών αποζημιώσεων, είναι μια: «Είναι η μουσική ηλίθιε», που δεν υπόκεινται σε περιορισμούς και σύνορα, δεν συγκινεί προνομιακά «πλούσιους ή φτωχούς», δεν έχει «ταξικό πρόσημο» το συναίσθημα, δεν ανήκει μόνο σε αυτούς που την πληρώνουν η μουσική και το τραγούδι, δεν είναι του «Κούλη», αλλά και της «Κούλας», είναι του πρωθυπουργού και της «νοικοκυρούλας», από κάποια στιγμή και μετά δεν είναι ούτε δικό σου. Γι’ αυτό μην εξευτελίζεις το πνευματικό προϊόν σου αν θες να λέγεσαι «καλλιτέχνης».

Αν θες να γίνεις οικουμενικός Μάνος Χατζηδάκης ή κομπλεξικός Σταμάτης Κραουνάκης του Παύλου Πολάκη, παριστάνοντας μαζί του, στις παραστάσεις, της  «στείρας από έμπνευση Σπείρας», τους τοιούτους με ξένα οπίσθια ή αλλιώς τους μάγκες με ξένα τραγούδια, που οι δημιουργοί τους δεν σας απείλησαν με εξώδικά επειδή μπορεί να ένιωσαν πως τα «μαγαρίσατε» με την κωμική εκτέλεση τους.

Ο δεξιός  Μ. Πλέσσας και ο Πασόκος Λ. Παπαδόπουλος, δεν σου έστειλαν εξώδικο Σταμάτη μου, όταν το «βρέχει φωτιά στη στράτα μου», το μετέτρεψες σε άσμα ηρωικό και πένθιμο με τη «στείρα σπείρα» σου για να θρηνούν οι «λούγκρες» που δεν χαίρονται την κορμοστασιά του Πολάκη. Και είσαι τυχερός που δεν ζουν ο Ν. Κούρκουλος με το Σ. Διονυσίου να δεις τι εστί «ορατότης μηδέν» στην ορίζοντα της διασκεδαστικής χαζομάρας...
Αντί επιλόγου...