Κρυφτούλι µε τις λέξεις και µε τις ευθύνες. Αυτό κάνει τις τελευταίες εβδοµάδες η κυβέρνηση στην περίπτωση του Πάνου Καµµένου. Κρυφτούλι που κορυφώθηκε στη χθεσινή ονοµαστική ψηφοφορία για τη σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής για τις συνοµιλίες του Πάνου Καµµένου µε τον ισοβίτη Μάκη Γιαννουσάκη. «∆εν πρόκειται να ασχοληθούµε, και να βάλουµε και το Κοινοβούλιο να ασχοληθεί, µε τις ανοησίες του κυρίου Μητσοτάκη», είχε δηλώσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ∆ηµήτρης Τζανακόπουλος, για να δικαιολογήσει τη στάση της κυβέρνησης. Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση αρνείται να ασχοληθεί µε το γεγονός ότι ο κυβερνητικός εταίρος και υπουργός της έπαιρνε µεσάνυχτα τηλέφωνο έναν ισοβίτη και δεν απαντάει για το τι του έλεγε. «Ανοησίες» το αίτηµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης προς µια κυβέρνηση που δείχνει να φοβάται περισσότερο τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν µπορούν να καλύπτουν άλλο τον υπουργό Πάνο.

Η έννοια της Εξεταστικής Επιτροπής εξελίχθηκε σε αγαπηµένη της κυβέρνησης τα τελευταία δύο χρόνια, αφού ούτε λίγο ούτε πολύ συστήνει δύο Εξεταστικές Επιτροπές τον χρόνο. Κι αν εκείνες για τα εξοπλιστικά προγράµµατα και τα δάνεια των τραπεζών σε κόµµατα και ΜΜΕ ήταν επιβεβληµένες και ανταποκρίνονταν στη λαϊκή απαίτηση, οι επιτροπές που ερεύνησαν το χρέος και την υπαγωγή της χώρας στο Μνηµόνιο ήταν καθαρός λαϊκισµός.

Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από εκεί που κατηγορούσε τους προκατόχους της για τα Μνηµόνια, όταν ήταν αντιµνηµονιακή, τελικά συµφώνησε το χειρότερο Μνηµόνιο των τελευταίων οκτώ χρόνων και έβαλε την υπογραφή της σε µια απόφαση που δεν αλλάζει τίποτα ουσιαστικό για το χρέος. Και το ερώτηµα που τίθεται και είναι κάτι παραπάνω από εύλογο και απαιτεί απαντήσεις είναι: Τι έχει να φοβηθεί και κρύβεται; Αν τα κίνητρα του υπουργού Πάνου ήταν τόσο αθώα και προς όφελος της ∆ικαιοσύνης, ας ζητήσει την άρση του τηλεφωνικού του απορρήτου και ας ζητήσει µόνος του τη συγκρότηση Εξεταστικής Επιτροπής.  Γιατί δεν υπάρχει ευνοµούµενο κράτος της ∆υτικής Ευρώπης όπου ένας υπουργός να τηλεφωνεί σε έναν καταδικασµένο σε ισόβια για εµπόριο ναρκωτικών και όταν τελικά ο τελευταίος απαντά, να µιλάει µαζί του επί είκοσι λε-πτά. Και όχι µόνο αυτό. Να µην απαντάει ευθέως για το περιεχόµενο της συνοµιλίας του µε τον ισοβίτη και να λέει ψέµατα ότι θα ζητήσει άρση του τηλεφωνικού του απορρήτου, κάτι που δεν έκανε ποτέ.  Στα ευνοµούµενα κράτη, όταν λες κάτι, πρέπει να το αποδεικνύεις µε τις πράξεις σου και µόνο µε αυτές.

Ετσι, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι δεν έχει παρελθόν στην εξουσία και δεν κρύβει σκελετούς στην ντουλάπα του, πρέπει να το αποδεικνύει. Γιατί είναι πολύ πιθανό µε τον «σκελετό» αυτό να κάθεται και σε διπλανά έδρανα και να µοιράζεται µαζί του την εξουσία. Το πολυδιαφηµισµένο «ηθικό πλεονέκτηµα» της Αριστεράς, λοιπόν, πήγε περίπατο και δεν έχει το δικαίωµα κανείς να το επικαλείται. Πήγε περίπατο όταν ένας υπουργός τηλεφώνησε σε έναν ισοβίτη, καταδικασµένο έµπορο ναρκωτικών, όταν ο υπουργός ∆ικαιοσύνης τον κάλυψε, όταν µια εισαγγελέας βγήκε από τα όρια της δικαιοδοσίας της και εµφανίζεται να παίρνει εντολές από την εκτελεστική εξουσία και όχι από τη δικαστική, όταν ένας λιµενικός µιλάει εξ ονόµατος της κυβέρνησης µε έναν ισοβίτη και του υπόσχεται ότι θα βγει από τη φυλακή. 

Και δυστυχώς αυτά είναι πολλά, είναι πάρα πολλά για µια κυβέρνηση µόλις δύο ετών, που θέλησε να εµφανιστεί ως καθαρή και άµεµπτη, αλλά πρόλαβε να κάνει αυτά για τα οποία κατηγορούσε τους προκατόχους της, όχι σε 40 χρόνια, αλλά σε 24 µήνες. Εκείνο που θα στοιχειώνει πάντα τον Αλέξη Τσίπρα είναι όσα είπε στην ανάγνωση των προγραµµατικών δηλώσεων της κυβέρνησης το 2015. Οταν έλεγε ότι ο ίδιος και οι «σύντροφοί» του είναι σάρκα από τη σάρκα του λαού, κάθε λέξη από το Σύνταγµα αυτής της χώρας και έρχονται από τις σελίδες της ιστορίας αυτού του λαού. Στην ελληνική Ιστορία, ευτυχώς, δεν υπήρξε κανένας υπουργός που τηλεφωνούσε σε ισοβίτες, ούτε υπάρχει κάτι τέτοιο στο Σύνταγµα.

ΥΓ: Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι δεν έχει παρελθόν στην εξουσία και δεν κρύβει σκελετούς στην ντουλάπα του, πρέπει να το αποδεικνύει.