Το τραγικό πρόβληµα της ελληνικής οικονοµίας είναι ότι δεν αντέχει τα βάρη και τα ελλείµµατα, ότι δεν είναι µακριά η στιγµή που η Ελλάδα δεν θα µπορεί πια να δανειστεί και θα καταφύγει ικέτις στο ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο». Αυτά έλεγε ο επίτιµος πρόεδρος της Νέας ∆ηµοκρατίας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, από το βήµα της Βουλής το µακρινό 1994, µιλώντας στη συζήτηση για τη διερεύνηση ποινικών ευθυνών της κυβέρνησής του για την ιδιωτικοποίηση της ΑΓΕΤ-Ηρακλής από τον ιταλικό όµιλο «Καλτσεστρούτσι».

Πολλοί τον αποκάλεσαν προφήτη, παρόλο που αυτό που έλεγε ήταν µόνο η γυµνή αλήθεια, χωρίς περιτύλιγµα, σε µια συνεδρίαση µάλιστα που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ τον καλούσε να απολογηθεί για µια ιδιωτικοποίηση. Το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο, τελικά, το καλέσαµε εµείς οι ίδιοι, ως κράτος, να έρθει στην Ελλάδα και να µας βοηθήσει σε πράγµατα αυτονόητα, τα οποία προφανώς δεν µπορούσαµε να κάνουµε από µόνοι µας, όπως τις ιδιωτικοποιήσεις, που, 23 χρόνια ύστερα από εκείνη τη συζήτηση στη Βουλή, παραµένουν εν πολλοίς δαιµονοποιηµένες από µερίδα όχι µόνο του πολιτικού συστήµατος, αλλά και του κόσµου, που είναι διατεθειµένος να βγει στους δρόµους, να διαδηλώσει και να έρθει σε σύγκρουση µε τις αστυνοµικές δυνάµεις για να τις ακυρώσει.

Ακόµα χειρότερα, η αλήθεια συνεχίζει να µην αρέσει στο µεγαλύτερο τµήµα του ελληνικού πληθυσµού. Σήµερα, έπειτα από τρία Μνηµόνια, τα πράγµατα δεν απέχουν κατά πολύ από εκείνα που περιέγραφε ο επίτιµος πρόεδρος της Νέας ∆ηµοκρατίας: Η ελληνική κυβέρνηση ικετεύει, για ακόµα µία φορά, το ∆ιεθνές Νοµισµατικό Ταµείο να µπει στο πρόγραµµα διάσωσης της οικονοµίας, µήπως και πάρει µια ρύθµιση για το χρέος. «Ικέτις», που έλεγε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αλλά δεν το παραδέχεται, γιατί έχει πει τόσα ψέµατα και έχει λαϊκίσει τόσο πολύ, σε όλα τα επίπεδα, που, αν έλεγε ξεκάθαρα την αλήθεια, η πρόκληση θα ήταν µεγαλύτερη και από την κωλοτούµπα που έγινε µε το Μνηµόνιο, όταν το σκίσιµο µετατράπηκε σε έντιµη συµφωνία.

Η διάσταση, όµως, ανάµεσα στον ρεαλισµό που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τους πολιτικούς και στον λαϊκισµό που κυριαρχεί στον λόγο τους κοστίζει. Κόστισε το τρίτο Μνηµόνιο, µετά την «υπερήφανη διαπραγµάτευση» του 2015, και σήµερα κοστίζει το τέταρτο Μνηµόνιο, που έρχεται ως αποτέλεσµα των καθυστερήσεων στο κλείσιµο της αξιολόγησης, αλλά και της λαϊκιστικής ρητορικής. Αυτή είναι που παρουσίασε τα µέτρα για τα επόµενα τρία χρόνια ως µέτρα και αντίµετρα, χρήµατα που θα βγαίνουν από τη µία τσέπη και θα µπαίνουν στην άλλη. Η αλήθεια, όµως, είναι πολύ διαφορετική και κανένας από την κυβέρνηση δεν βγαίνει να την πει ξεκάθαρα στους πολίτες. Η συγκυβέρνηση ΤσίπραΚαµµένου σήκωσε τα χέρια ψηλά µπροστά στους δανειστές, µετά την τραγική της ολιγωρία, για να φέρει ακόµα ένα Μνηµόνιο, το χειρότερο από τα τρία προηγούµενα, και θα µείνει στην Ιστορία ως η πρώτη ελληνική κυβέρνηση που θα νοµοθετήσει µέτρα λιτότητας για το µέλλον, δεσµεύοντας την επόµενη κυβέρνηση, όποια κι αν είναι αυτή.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης το 1994 είχε πει κάτι ακόµα στη Βουλή. Απευθυνόµενος στο ΠΑΣΟΚ έλεγε χαρακτηριστικά: «Τι θα σας ωφελήσει να κερδίσετε, αν κερδίσετε, πρόσκαιρες εντυπώσεις, όταν η οικονοµία οδηγείται µε µαθηµατική βεβαιότητα σε κατάρρευση;». Μία οµοιότητα και µία διαφορά µε το σήµερα. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα προσπαθεί να κερδίσει πρόσκαιρες εντυπώσεις µε τη 13η σύνταξη, µε εγκαίνια έργων που δροµολόγησαν άλλοι και µε προσωπικές επιθέσεις στην αντιπολίτευση. Φτηνά επικοινωνιακά τρικ, τα οποία δεν µπορούν να κρύψουν τη διαφορά µε όσα ίσχυαν πριν από 23 χρόνια. Η πραγµατική οικονοµία έχει καταρρεύσει. Η αγορά έχει «στεγνώσει» από ρευστότητα, οι µικροµεσαίες επιχειρήσεις κλείνουν και οι δουλειές χάνονται. Η κυβέρνηση πάλι λαϊκίζει. Μιλάει για ανάπτυξη και πλεονάσµατα που προέρχονται από τη «στάση πληρωµών» του ∆ηµοσίου προς τον ιδιωτικό τοµέα και υπόσχεται καλύτερες ηµέρες, έχοντας υποθηκεύσει το µέλλον της χώρας, µε αντάλλαγµα στόχους που είναι δύσκολο να πετύχει.