Το αίτηµα της συναίνεσης επανέρχεται ακόµα µία φορά από την κυβέρνηση, και µάλιστα µε τρόπο «εκβιαστικό», για µια διαπραγµάτευση που µοιάζει µε το γεφύρι της Αρτας, αφού κανείς δεν βλέπει φως στην άκρη του τούνελ. Την ίδια ώρα, η κοινωνία βυθίζεται στη φτώχεια, η νεολαία στην ανεργία και η οικονοµία στην ύφεση. Κι αν κάποτε έλεγαν ότι τουλάχιστον οι αριθµοί ευηµερούν, τώρα ούτε οι αριθµοί ευηµερούν και το σενάριο ενός ακόµα χαµένου εξαµήνου για την ελληνική οικονοµία είναι πολύ πιθανό όσο συνεχίζονται οι πειραµατισµοί. Οσο τα προβλήµατα και οι κίνδυνοι αυξάνονται και το πολιτικό ανάστηµα µειώνεται, τόσο το αίτηµα για συναίνεση θα διατυπώνεται µε µεγαλύτερη ένταση από επίσηµα και µη χείλη εντός και εκτός κυβέρνησης. Ενα αίτηµα το ίδιο πλαστό µε τις διαβεβαιώσεις του Αλέξη Τσίπρα για σταθερότητα και επιστροφή στην ανάπτυξη.

Την ίδια ώρα, το Μέγαρο Μαξίµου παίζει κρυφτούλι µε τους δανειστές, κάνοντας διαρροές που µετά από λίγη ώρα διαψεύδονται µε εκκωφαντικό τρόπο, γιατί δεν µπορεί να αντιµετωπίσει τα αποτελέσµατα της καθυστέρησης του οικονοµικού επιτελείου στη διαπραγµάτευση. Μιας καθυστέρησης που κοστίζει σε φόρους και θέσεις εργασίας και «στεγνώνει» από χρήµα την αγορά. Μια συναίνεση λοιπόν από τη Νέα ∆ηµοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη στην παρούσα φάση δεν έχει καµία εθνική προοπτική. ∆εν είναι µόνο όλα εκείνα που φέρνει η συµφωνία για την ελληνική κοινωνία και την οικονοµία, µε τους φόρους και την απορρύθµιση της αγοράς εργασίας, αλλά είναι και η πρώτη φορά που µια κυβέρνηση που έχει χάσει τη λαϊκή στήριξη θα νοµοθετήσει σκληρά µέτρα και για τα επόµενα χρόνια και θα δεσµευθεί για στόχους που θεωρούνται από όλους τους οικονοµολόγους, συστηµικούς και µη, ανέφικτοι και οριακά επικίνδυνοι για την επιβίωση της οικονοµίας.

Ενα πιθανό «Ναι» από τη Νέα ∆ηµοκρατία θα ήταν ουσιαστικά συναίνεση στις επιλογές της συγκυβέρνησης Τσίπρα-Καµµένου. Στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης από τον Οκτώβριο του 2016 µέχρι και τώρα. Συναίνεση στα ψέµατα τόσων µηνών, όταν οι αρµόδιοι υπουργοί δηλώνουν µε σιγουριά ότι θα κλείσει η αξιολόγηση. Και, ακόµα χειρότερα, θα ήταν συναίνεση σε όσα φέρνει η ολιγωρία της κυβέρνησης: στην ανεργία, την ύφεση και την αύξηση της φορολογίας για έναν λαό που βρίσκεται για έβδοµο συνεχόµενο χρόνο σε κρίση. Συναίνεση στην προσπάθεια παραπλάνησης των Ελλήνων µε άλλες υποσχέσεις και άλλες πράξεις. Ολα αυτά λοιπόν µόνο εθνική πολιτική δεν είναι και κάθε πολιτική δύναµη που σέβεται την ύπαρξή της δεν πρέπει να συµµετάσχει σε αυτό που προσπαθούν να κάνουν η κυβέρνηση και ο Αλέξης Τσίπρας.

Την προηγούµενη φορά που είχε στα χέρια του τη συναίνεση της Νέας ∆ηµοκρατίας, συµπεριφέρθηκε καιροσκοπικά, χρησιµοποιώντας το «φιλί ζωής» που δόθηκε στην Ελλάδα από την κεντροδεξιά παράταξη ως εργαλείο για να λύσει τα εσωκοµµατικά του προβλήµατα και να απαλλαχθεί από κοµµατικά βαρίδια όπως ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, η Ζωή Κωνσταντοπούλου και οι λοιποί της πάλαι ποτέ «Αριστερής Πλατφόρµας». Αυτή τη φορά δεν µπορεί να πάει σε εκλογές, γιατί ξέρει πολύ καλά πως θα χάσει και ο κρότος από το «σκάσιµο» της πρώτης αριστερής κυβέρνησης της Μεταπολίτευσης θα είναι τόσο µεγάλος που θα επηρεάσει και τον ίδιο. Αντιθέτως, θέλει να στήσει παγίδες στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στην κυβέρνηση της Νέας ∆ηµοκρατίας. Θέλει να ναρκοθετήσει το µέλλον της, ναρκοθετώντας παράλληλα τη µοναδική ελπίδα που έχει η χώρα να επανέλθει στις ράγες και να κινηθεί µε σχέδιο για το µέλλον.

Οποιος λοιπόν υποστηρίζει ότι η συναίνεση είναι «στάση εθνική» καλό θα ήταν να σκεφτεί ξανά πώς διαχειρίστηκε ο πρωθυπουργός αυτή τη συναίνεση όταν την είχε στα χέρια του, τι κάνει εδώ και δύο χρόνια µε τις τύχες της χώρας και την πραγµατικότητα των Ελλήνων και τι σκοπεύει να κάνει στο µέλλον. Συναίνεση στη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καµµένου είναι συναίνεση στη συνέχιση της ολισθηρής πορείας της χώρας.