Μόνο οι πολιτικά επιπόλαιοι πίστευαν ότι υπήρχε έστω και µία πιθανότητα η σηµερινή κυβέρνηση των Τσίπρα Καµµένου να µη συµφωνήσει µε τους δανειστές σε ό,τι εκείνοι έβαζαν πάνω στο τραπέζι της διαπραγµάτευσης. «Θα ψηφίσουµε και τα εξώφυλλα της συµφωνίας», έλεγε µε νόηµα υψηλόβαθµο κυβερνητικό στέλεχος, δείχνοντας τη διάθεση που υπήρχε στο Μέγαρο Μαξίµου.

Ο βασικός λόγος που ο πρωθυπουργός προχώρησε σε µια ακόµη γενναία -αλλά αριστερήυπαναχώρηση έχει να κάνει µε το ένστικτο τόσο της κοµµατικής όσο και της προσωπικής του αυτοσυντήρησης. Παρά τα όσα διατείνεται στον δηµόσιο λόγο του, ο κ. Τσίπρας γνωρίζει όσο λίγοι ότι βρίσκεται στο πιο κοµβικό σταυροδρόµι της πολιτικής διαδροµής του, µε τις περισσότερες πιθανότητες να τον οδηγούν σε εκλογικό Βατερλώ. Και, µπορεί να κατακεραυνώνει τις δηµοσκοπήσεις, ωστόσο για πρώτη φορά αντιλαµβάνεται ότι καταγράφουν την τάση που κυριαρχεί στην κοινή γνώµη. Κακά τα ψέµατα, ο πρωθυπουργός γνωρίζει ότι, αν είχαµε την επόµενη Κυριακή εκλογές, µετά µεγάλης δυσκολίας ο ΣΥΡΙΖΑ θα απέφευγε τη συντριβή. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που απορρίπτει µε το άκουσµά τους τις εισηγήσεις να επιχειρήσει (τώρα) εκλογικό αιφνιδιασµό, αν θέλει να έχει µια δεύτερη ευκαιρία σε ενάµιση χρόνο.

Ο κ. Τσίπρας δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει ότι τα σηµερινά δεδοµένα δεν έχουν καµία σχέση µε εκείνα του 2015. Τότε, η πλειονότητα των πολιτών πίστευε ότι θα µπορούσε «να κάνει την επανάστασή του». Αντιθέτως, σήµερα οι ίδιοι θεωρούν τον σηµερινό πρωθυπουργό απόλυτα εγκλωβισµένο στις υποσχέσεις του και αδύναµο να κάνει κάτι περισσότερο από έναν επώδυνο συµβιβασµό µε τους δανειστές. Ουδείς πλέον ενδιαφέρεται για τη µάχη που δίνουν ο κ. Τσίπρας και οι υπόλοιποι µε τον κ. Ψυχάρη, τους διαπλεκόµενους, τη Novartis και τη Siemens. Τα αριστερά παραµύθια δεν περιέχουν πλέον δράκο. Εκείνο που απασχολεί την κοινωνία δεν είναι πόσες δικογραφίες θα καταφέρει να ανοίξει η κυβέρνηση στον δρόµο προς τη φυγή της, αλλά το πώς θα µπορέσει ο απλός Ελληνας φορολογούµενος να αντεπεξέλθει στη λαίλαπα των µέτρων που έρχονται, ως αποτέλεσµα µίας ακόµη αντιµνηµονιακής διαπραγµάτευσης που έκανε η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Το πρόβληµα για τον κ. Τσίπρα είναι ότι, διανύοντας το δεύτερο µισό του µνηµονιακού του χρόνου, έχει ξωµείνει από θεατές οι οποίοι είναι πρόθυµοι να ξανακούσουν τα ίδια (πολιτικά) παραµύθια.

Το επιχείρηµα που προβάλλουν τα κυβερνητικά στελέχη για τη µεταχρονολογηµένη λήψη των µέτρων όχι µόνο δεν κατευνάζει την εξοργισµένη κοινή γνώµη, αλλά, απεναντίας, δηµιουργεί ένα νέο κύµα αποδοκιµασίας κατά της σηµερινής κυβέρνησης, που οι πάντες θυµούνται ότι είχε υποσχεθεί το τέλος των Μνηµονίων, την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και µια σειρά από διάφορες βαρύγδουπες ανδρεοπαπανδρεϊκές αρλούµπες. ∆υστυχώς, για τον κ. Τσίπρα ο συνταγµατικός νοµοθέτης δεν έχει προβλέψει, όταν το κυβερνών κόµµα καταγράφει στις δηµοσκοπήσεις ποσοστά κάτω από το όριο του 10%, αµέσως να διαλύεται η Βουλή και να διεξάγονται εκλογές. Η παραµονή στο κυβερνητικό πηδάλιο του ΣΥΡΙΖΑ, µε βάση όλες τις αναλύσεις που γίνονται από τους δηµοσκόπους, πολλαπλασιάζει τις πιθανότητες της εκλογικής αυτοδυναµίας της Ν.∆. του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Μέχρι πρότινος, δεν υπήρχε κανένα «ρεύµα» υπέρ του αρχηγού της αξιωµατικής αντιπολίτευσης. Οσο, όµως, παραµένει στη διακυβέρνηση της χώρας το δίδυµο Τσίπρα – Καµµένου, και η Ν.∆. αρχίζει να γίνεται εκλογικά ελκυστικό (πολιτικό) προϊόν και ο κ. Μητσοτάκης κερδίζει ολοένα και περισσότερο την εµπιστοσύνη του κόσµου. Στην παρούσα φάση, το ζητούµενο για την πλειονότητα των πολιτών δεν είναι το όποιο κυβερνητικό πρόγραµµα διαθέτει η Ν.∆., αλλά η ανάγκη να φύγει το συντοµότερο δυνατόν η υπάρχουσα κυβέρνηση. Και αυτό είναι αδιαµφισβήτητο, όσα δηµόσια δικαστήρια κι αν στηθούν, όσοι εισαγγελείς κι αν «επιστρατευθούν» και όσες µάχες κι αν δοθούν, µε στόχο τη διαπλοκή, τους εκδότες και τους «κακούς» καναλάρχες. Πλέον, το θέαµα και ο καταγγελτικός λόγος ενδιαφέρουν µια µικρή µειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ. Τη µεγάλη πλειονότητα των πολιτών την απασχολεί το πόσο γρήγορα θα απεµπλακεί από την πολιτική περιπέτεια της κυβερνώσας Αριστεράς…