Τις τελευταίες ημέρες, η δυναμική των γεγονότων έχει αρχίσει να διαμορφώνει την (ίδια) την πραγματικότητα. Πλέον θεωρείται σχεδόν προεξοφλημένο ότι το ερχόμενο φθινόπωρο θα έχει εκλογικό χρώμα. Επίσης, είναι δεδομένο ότι οι επόμενες εκλογές για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία θα διεξαχθούν με το (εκλογικό) σύστημα της απλής αναλογικής.

Μια ομολογουμένως πρωτόγνωρη διαδικασία και συνάμα εξέλιξη που μπορεί να δημιουργήσει αλυσιδωτά προβλήματα (συνολικά) στο πολιτικό σκηνικό. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και ανεξάρτητα από τον χρόνο που θα επιλέξει ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, να προχωρήσει σε εκλογές, αποτελεί κοινή παραδοχή ότι χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη στρατηγική που θα ακολουθηθεί κυρίως από το κυβερνών κόμμα, με δεδομένες τις παγίδες που κρύβει ο εκλογικός νόμος που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ. Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή και να ξετυλίξουμε το σχετικό κουβάρι.

Αντίδραση

Από τη φύση της η απλή αναλογική ενθαρρύνει την ψήφο της αντίδρασης, τη μετατρέπει σε πιο «χαλαρή» και στο τέλος από την όλη διεργασία έρχονται να ενισχυθούν οι μικρότεροι πολιτικοί φορείς. Μπροστά σε αυτόν τον απολύτως ορατό κίνδυνο, ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί η πολυδιάσπαση της ψήφου είναι η συγκρότηση από την πλευρά της Ν.Δ. ισχυρών ψηφοδελτίων στο σύνολο των εκλογικών περιφερειών.

Να υπάρξει «επίταξη» στελεχών και σε κάθε περιφέρεια να μπουν «βαριά» ονόματα. Η εξέλιξη αυτή θα περιορίσει τις πιθανότητες της χαλαρής ψήφου. Και αυτό γιατί οι υποψήφιοι θα έχουν κάθε λόγο να πάνε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο στην κάλπη για να τους… σταυρώσει. Αυτό σημαίνει ότι κερδισμένος θα είναι εκείνος που θα διαθέτει το καλύτερο πολιτικό προσωπικό και τις περισσότερες περσόνες.

Παράσταση νίκης

Η πρώτη κάλπη και το αποτέλεσμα που θα προκύψει από αυτήν εκ των πραγμάτων διαμορφώνουν και την παράσταση νίκης για τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση. Αν δηλαδή η διαφορά είναι σχετικά μεγάλη ανάμεσα στη Ν.Δ. και τον ΣΥΡΙΖΑ, τότε οι προϋποθέσεις για την επίτευξη της αυτοδυναμίας πολλαπλασιάζονται. Αν όμως συμβεί το αντίθετο, τότε τα πράγματα περιπλέκονται.

Όπως το 2019

Ενδεικτικό αυτού (δηλαδή της παράστασης νίκης που δημιουργεί η πρώτη κάλπη) είναι εκείνο που συνέβη το 2019 μεταξύ ευρωεκλογών και βουλευτικών εκλογών. Τότε ο Τσίπρας είχε πειστεί ότι στις ευρωεκλογές θα είχε μικρή διαφορά από τον Μητσοτάκη. Γι’ αυτό και δεν έστησε δίπλα στη «χαλαρή» κάλπη των ευρωεκλογών μια δεύτερη, αυτή των βουλευτικών. Με συνέπεια το αποτέλεσμα να τον σύρει με αρνητική παράσταση νίκης, έπειτα από δύο μήνες, σε εκλογές. Επί της ουσίας, όμως, το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης ήταν εκείνο που εν πολλοίς διαμόρφωσε και αυτό της δεύτερης.

Η χαλαρή ψήφος

Ο βασικός στόχος του Μητσοτάκη είναι να αποτρέψει τη χαλαρή ψήφο και ταυτόχρονα να πετύχει ένα όσο το δυνατόν πιο υψηλό εκλογικό ποσοστό. Προς την κατεύθυνση αυτή θα συμβάλει το πόσο ισχυρό θα είναι το δίλημμα της πρώτης εκλογής. Από κει και πέρα, το μεγάλο στοίχημα για το σύνολο των κομμάτων έχει να κάνει με τη δεύτερη κάλπη.

Εκεί που οι περισσότεροι εκ των υποψηφίων θα γνωρίζουν αν εκλέγονται ή όχι. Και γιατί είναι πρόβλημα; Γιατί, πολύ απλά, όσοι έχουν δώσει τη μάχη και δεν έχουν πετύχει τον στόχο της εκλογής εκ των πραγμάτων θα χαλαρώσουν, ενώ κάποιοι (πικραμένοι) ενδεχομένως να προχωρήσουν σε «λευκή απεργία».

Αυτό που αποτρέπει την κόπωση είναι η επιλογή του αφηγήματος των δεύτερων εκλογών. Εκεί όπου θα κριθούν τα πάντα. Από το ποιος θα είναι κυβέρνηση μέχρι ποιος θα αναλάβει τα ηνία της αντιπολίτευσης για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

*Δημοσιεύτηκε στο Secret στις 25 Ιουνίου 2022.