Από τις πρώτες κιόλας ημέρες που αναδείχθηκε πρωθυπουργός, ο κ. Αλέξης Τσίπρας έδειξε ότι επιθυμεί να εγκαθιδρύσει έναν «δικό του μηχανισμό» στον σκληρό πυρήνα της κρατικής μηχανής. Στο πλαίσιο αυτό, εκτός από τον συγκυβερνήτη του, Πάνο Καμμένο, συνεργάστηκε και με πρόσωπα που ουδεμία ιδεολογική ή πολιτική σχέση είχαν τόσο με τον ΣΥΡΙΖΑ όσο και με τον ίδιο. Οπως λέει ο θυμόσοφος λαός σε αυτές τις περιπτώσεις: «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».

Με τον Προκόπη Παυλόπουλο στην Προεδρία της Δημοκρατίας, τον Μίμη Παπαγγελόπουλο στο υπουργείο Δικαιοσύνης και τον Πάνο Καμμένο στο υπουργείο Αμυνας, στη Βουλή και στο... Twitter, ο κ. Τσίπρας ξεκίνησε να χτίζει την «αυτοκρατορία» του. Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της διακυβέρνησής του έδειξε τις προθέσεις του, που δεν ήταν άλλες από τη στοχοποίηση όσων τον είχαν υποτιμήσει (βλ. Βγενόπουλος, Ψυχάρης κ.ο.κ.).

Εχοντας ως συμβούλους τον Θανάση Καρτερό και τον Νίκο Παππά, ο κ. Τσίπρας πίστεψε ότι, αν ελέγξει τους «αρμούς της εξουσίας» και ταυτόχρονα θέσει εκτός παιχνιδιού βασικούς παίκτες της επιχειρηματικής κοινότητας, θα μπορέσει να κυβερνά για «πάντα», όπως ο σύντροφος Μαδούρο στη Βενεζουέλα.

Οι σκέψεις του τότε πρωθυπουργού φαίνεται ότι από τις πρώτες κιόλας ημέρες της «πρώτη φορά Αριστεράς» συνάντησαν και πρόθυμους συνεργάτες. Ενας εξ αυτών ήταν ο Δημήτρης (Μίμης) Παπαγγελόπουλος, που όχι μόνο προσφέρθηκε να υλοποιήσει το σχέδιο Τσίπρα, αλλά έριξε και διάφορες δικές του ιδέες, προκειμένου να τεθούν σε ομηρία οι πολιτικοί αντίπαλοι του προέδρου Αλέξη.

Η Novartis ήταν μία από τις πολλές υποθέσεις, γιατί υπήρξαν και πολλές άλλες που είτε δεν είχαν δημοσιότητα είτε «κάηκαν» στην προθέρμανση της υπό κατασκευή σκευωρίας.

Ο προερχόμενος από τη Ν.Δ. κ. Παπαγγελόπουλος, παρά τα όσα διατείνεται εσχάτως για την οικογένεια Μητσοτάκη και τις δήθεν στενές σχέσεις με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, απλώς υπήρξε ένας από τους πολλούς που υποτίμησαν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. «Ο Κούλης δεν μπορεί...», έλεγε ακόμα και πριν από τις ευρωεκλογές ο τέως αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης. Ο Μίμης για τον κ. Τσίπρα ήταν το ιδανικό «εργαλείο», που του εξασφάλιζε πολλές πιθανότητες να υλοποιήσει το σχέδιο εξόντωσης όσων δεν γούσταρε. Η μεθοδολογία πλέον γνωστή: Μια ανώνυμη επιστολή, ένα δημοσίευμα είτε στο «Documento» του Βαξεβάνη είτε στη «Δημοκρατία» του Φιλιππάκη, ένας πρόθυμος εισαγγελέας για τη δίωξη και μετά ας «τρέχουν» να ξεμπλέξουν. 

Για να μη γελιόμαστε: Οσα έκανε ο Μίμης τα γνώριζε, και μάλιστα λεπτομερώς, ο Τσίπρας. Από τη δέσμευση των λογαριασμών του Βγενόπουλου μέχρι τη δίωξη στον Ψυχάρη και τη διοίκηση της Alpha Bank. Ο Παπαγγελόπουλος ήταν το εκτελεστικό όργανο, ο οποίος, λόγω των επαφών που είχε με εισαγγελείς και δικαστές, μπορούσε να φέρνει το επιθυμητό για το «μαγαζί» αποτέλεσμα. Ακόμα και οι συναντήσεις που έκανε ο αναπληρωτής υπουργός τελούσαν σε γνώση του τότε πρωθυπουργού. Το ζητούμενο ήταν ένα και μόνο: να μην μπορέσει ποτέ να επιστρέψει στην εξουσία η Ν.Δ. Αυτό, μάλιστα, το είχε υποσχεθεί, εκτός από τον εαυτό του, και στον Τσίπρα ο Παπαγγελόπουλος. Στο πλαίσιο αυτό, κινήθηκαν στα όρια της παρανομίας, κάνοντας ωμές παρεμβάσεις στη δικαστική εξουσία. Μέχρι και λίγο πριν «φύγουν», πίστευαν ότι μπορούσαν να τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί μέχρι και τη σύζυγο του Κυριάκου Μητσοτάκη, Μαρέβα.

Το σχεδίαζαν. Το ήθελαν, δεν πρόλαβαν όμως να το υλοποιήσουν. Μπροστά σε αυτήν τη θεσμική εκτροπή, η παραπομπή του Μίμη Παπαγγελόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο, πέραν της νομικής ουσίας, αποτελεί μια τρανταχτή ένδειξη ότι η Δημοκρατία αντιστέκεται. Και επειδή το ερώτημα που κυριαρχεί είναι αν θα πάνε φυλακή όσοι εμπλέκονται με τον Μίμη στην όλη ιστορία, η απάντηση είναι μία και απλή: Αυτό το αποφασίζει η Δικαιοσύνη. Η ανεξάρτητη και όχι αυτή που ονειρεύονταν τα στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης. Αν όσοι κατηγορούνται είναι αθώοι, δεν πρέπει να τιμωρηθούν. Αν, όμως, έχουν παρανομήσει, πρέπει να σαπίσουν στη φυλακή. Για να μην τολμήσει κανένας Τσίπρας να μετατρέψει την Ελλάδα σε Μπανανία.