Η οκτάωρη συζήτηση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, με θέμα την περίφημη σύμβαση 717 του 2014 για την ανάταξη της τηλεδιοίκησης στο σιδηροδρομικό δίκτυο δεν ήταν ούτε άχρηστη ούτε περιττή.

Πίσω από το πλήθος των στοιχείων που κατατέθηκαν, συχνά αντικρουόμενων, αλλά και τη γνωστή και επαναλαμβανόμενη έντονη κομματική αντιπαράθεση μπορούσαν να εξαχθούν πολλά συμπεράσματα. Ίσως το πιο σημαντικό, ήταν και το πιο πικρό. Ότι δηλαδή το ελληνικό κράτος δυσλειτουργεί όχι μόνο εξαιτίας των κακών επιλογών της ηγεσίας του αλλά και εξαιτίας των «καλών» επιλογών της. Και ότι συχνά η μεταρρύθμιση των «κακώς κειμένων» οδηγεί σε νέα «κακώς κείμενα» και σε νέα αδιέξοδα, σε ένα κουβάρι που κανένας υπουργός και κανένας πρωθυπουργός δεν μπορεί εύκολα να ξεδιαλύνει. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της δυναμικής αυτής αναδείχτηκε από τη συζήτηση.

Πριν από δυόμισι δεκαετίες εισήχθη ο θεσμός του ΑΣΕΠ για την αδιάβλητη και αξιοκρατική πρόσληψη του προσωπικού του δημόσιου τομέα. Μετά τις υπερβολές της δεκαετίας του 1980, το ΠΑΣΟΚ, το πολιτικό κόμμα που όξυνε τις πελατειακές σχέσεις και το ρουσφέτι στον υπέρτατο βαθμό, εισήγαγε μια αξιέπαινη μεταρρύθμιση. Σήμερα, ωστόσο, ο τρόπος λειτουργίας του ΑΣΕΠ έχει δημιουργήσει μια σημαντική δυσλειτουργία. Η ΡΑΣ, που είναι η μόνη αρμόδια για την πιστοποίηση της ασφάλειας των σιδηροδρομικών μεταφορών, έχει δηλώσει εκ των υστέρων, μετά την τραγωδία των Τεμπών, ότι το προσωπικό του ΟΣΕ με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και κυρίως οι σταθμάρχες δεν πληρούν τα κριτήρια ασφάλειας και θα πρέπει να απολυθούν.

Η κυβέρνηση της ΝΔ ήταν αυτή που πρώτη προκήρυξε δύο διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού στον ΟΣΕ, το 2021 και το 2022, κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει από το 2015 τουλάχιστον. Αμφότεροι ωστόσο οι διαγωνισμοί δεν έχουν ολοκληρωθεί και δεν προβλέπεται να ολοκληρωθούν πριν από το 2024. Επειδή οι νέοι σταθμάρχες θα χρειαστούν κι ένα τουλάχιστον εξάμηνο εκπαίδευσης, η ένταξή τους στο προσωπικό του ΟΣΕ προβλέπεται να γίνει το 2025. Άρα, σύμφωνα με τη ΡΑΣ, ο ελληνικός σιδηρόδρομος θα πρέπει να περιμένει δύο χρόνια για να επαναλειτουργήσει, αν είναι να ακολουθηθούν οι οδηγίες της. Η έλλειψη ευλυγισίας στον ΑΣΕΠ, προκειμένου να εξασφαλίζεται το αδιάβλητο των προσλήψεων, οι πολλές ενστάσεις και προσφυγές και άλλα προβλήματα έχουν οδηγήσει σε ένα αδιέξοδο που θέτει κρίσιμα διλήμματα σε κάθε πολιτική δύναμη, όσο κι αν αυτή θέλει να ρέπει στον εύπεπτο καταγγελτισμό.

Ο κ. Γεραπετρίτης έθεσε το σχετικό ερώτημα «τι κάνουμε;» σε όλα τα κόμματα, κατά τη συνεδρίαση της επιτροπής. Κανένα ωστόσο δεν πήρε σαφή θέση, κανένα δεν είχε καν το θάρρος να παραδεχτεί το πρόβλημα και όλα επέμειναν να «πυροβολούν» την κυβέρνηση. Η εξιστόρηση της αμαρτωλής πορείας της σύμβασης 717 από όλους τους υπουργούς, πρώην και νυν, που πήραν τον λόγο κατά τη συνεδρίαση, έμοιαζε με διήγημα του Κάφκα. Μεταξύ Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συμβουλίου της Επικρατείας, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου και μιας σειράς άλλων υπηρεσιών που έχουν στόχο τον έλεγχο της νομιμότητας χάθηκε η μπάλα και φτάσαμε στο 2023 χωρίς την ολοκλήρωσή της.

Το συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι ένα: στην προσπάθειά μας να διασφαλίσουμε τη νομιμότητα, τη διαφάνεια, την αξιοκρατία, τη λογοδοσία και τόσα άλλα ενάρετα, φτιάξαμε ένα κουβάρι που συχνά ακυρώνει και την πιο καλοπροαίρετη και αξιέπαινη πολιτική βούληση και καθιστά τους υπουργούς τραγικούς ήρωες: αν δείξουν ευελιξία, κινδυνεύουν να κατηγορηθούν ότι ρουσφετολογούν, όπως έγινε με την πρόσληψη συμβασιούχων στον ΟΣΕ. Αν παραμείνουν τυπολάτρες, το σύστημα θα καταρρεύσει από έλλειψη προσωπικού. Η λύση δεν μπορεί να είναι άλλη από έναν ρηξικέλευθο επανασχεδιασμό του κράτους, αξιοποιώντας τη συσσωρευμένη εμπειρία και τυποποιώντας και απλοποιώντας διαδικασίες και θεσμούς. Αυτό προτάσσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενόψει των εκλογών που έρχονται ως το πιο κρίσιμο διακύβευμά τους.

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ της Κυριακής