Στο 12ο συνέδριο του ΚΚΕ, τον Μάιο του ’87, οι σύντροφοι προσαρμοσμένοι στο πνεύμα της εποχής και της Γκορμπατσοφικής περεστρόικας, αποφάσισαν να μετακινηθούν…λίγο προς τον σοσιαλισμό τον οποίο το ΠΑΣΟΚ από καιρό είχε εγκαταλείψει για χάρη της σοσιαλδημοκρατίας και του «αστοκρατικού νεοπλουτισμού».

Στα συμπεράσματα τους βάζανε ένα μείζον ζήτημα, ένα δίλημμα, έναν αφορισμό και μία πρόταση που κατέληγε στη μοναδική επιλογή.

Έγραφαν: «Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της Ελλάδας (το μείζον ζήτημα) ανοίγονται δύο δρόμοι (το δίλημμα), ο ένας είναι ο δρόμος του δικομματισμού, που καθηλώνει την κοινωνικοπολιτική ζωή στις επιλογές της άρχουσας τάξης και υποτάσσει τις τύχες του λαού και της χώρας μας στις δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου, της εξάρτησης και των υπερεθνικών οργάνων της ΕΟΚ (αφορισμός). Ο άλλος είναι ο δρόμος της Αριστεράς (πρόταση), για μια ανάπτυξη νέου τύπου, για αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, που θα προχωρά με ρήξεις προς το σύστημα της εξάρτησης και της μονοπωλιακής κυριαρχίας (επιλογή) ».

Αφού λοιπόν το έδαφος προετοιμάστηκε, παλαιοί και νέοι αγκιτάτορες άρχισαν τη ζύμωση στον «αφρό», γιατί - ας μη γελιόμαστε - κανείς από τους ρεφορμιστές δεν έφτασε ποτέ στη βάση έστω κι αν κάποτε την εξέφρασε ως κυβέρνηση. Ανδρουλάκης, Φαράκος, Δραγασάκης, Λαφαζάνης, Κάππος, Κατριβάνος κτλ και πιο πάνω Φλωράκης, Κύρκος, βάραγαν νταούλια στο πλαίσιο της «διαδικασίας ωρίμανσης του ελληνικού αναθεωρητισμού» που είχε ξεκινήσει το ’56 ταυτόχρονα με την αποσταλινοποίηση της ΕΣΣΔ, πέρασε από τη διάσπαση του ’68, τη νομιμοποίηση του 1974 και κατέληξε στο ξεπουπούλιασμα του ΚΚΕ από τον Παπανδρέου το 1981.

Τα δύο ρεύματα, φιλοσοβιετικό και ευρωκομμουνιστικό έγιναν ένα, με τον Φλωράκη να πίνει δεύτερο καφέ στο σπίτι του Κύρκου ενώ μέχρι τότε έλεγε «πίνω μόνο έναν τον πρωί σπίτι μου» και τον Κύρκο να πετάει το αμίμητο πως «οι βάσεις δεν είναι ραπανάκια για να τις ξεριζώνουμε όποτε θέλουμε». Το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» ακουγόταν πλέον μόνο στις πορείες των οικοδόμων και των βιομηχανικών εργατών που λιγόστευαν συνεχώς. Το κείμενο των «10 σημείων της κατ΄ αρχήν συμφωνίας ΚΚΕ – ΕΑΡ» δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ, προφανώς γιατί ποτέ δεν συντάχθηκε , ενώ ο Φλωράκης, εκεί στα τέλη του 1988 αρχές του ’89, περνούσε ψιλό γαζί τους γραφικούς του ΠΑΣΟΚικού απαράτ. Για παράδειγμα, μετά από ένα συμβούλιο αρχηγών υπό τον Χρ. Σαρτζετάκη (Ιανουάριος 1989) δήλωνε ότι για χάρη της «ομαλής λειτουργίας των θεσμών ζητήσαμε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να συμβουλέψει την κυβέρνηση… » υποβιβάζοντας την πολιτική σε επίπεδο νηπιαγωγείου.

Προφανώς, έτσι της άξιζε. Κανείς, πλην ελάχιστων «Μουλούδων» (Μ-Λ) που κανείς δεν τους έπαιρνε στα σοβαρά γιατί έβγαιναν στην Ομόνοια και στις λαϊκές φωνάζοντας «Διαβάστε, Διαδώστε τον Οχτώβρη» (σς το έντυπο τους), δεν είχε καταλάβει ότι αυτοί «οι βαθμοί συμφωνίας στα ζητήματα των στρατηγικών επιλογών», αποτελούσαν βήματα προς την εξουσία.

Τότε, δεν την ήθελαν ολόκληρη, πολύ αργότερα συνέβη αυτό. Κομμάτι γύρευαν και το πήραν, έστω κι αν διαλύθηκαν επειδή ήταν ανίκανοι να το διαχειριστούν συλλογικά παρά μοναχά για πάρτι τους.

Φτιάξανε τις «αριστερές δυνάμεις» για να χωρέσουν τον οποιοδήποτε πικραμένο κι αφού καπέλωσαν τα επαναστατικά ρεύματα, εισήγαγαν σταδιακά τον αντεπαναστατισμό στις διαδηλώσεις και τα φοιτητικά κινήματα, όπως είχαν κάνει πρωτύτερα και με τα συνδικάτα.

Ήταν η εποχή που το ΠΑΣΟΚ κατηγορούσε τη ΝΔ για ξενοδουλεία κι από πίσω μοίραζε τα πακέτα Ντελόρ, τα ΜΟΠ και το FEOGΑ (Ταμείο Γεωργικών Επιδοτήσεων) ενώ ο Παπούλιας ως υπουργός Εξωτερικών διαπίστωνε ότι «κακώς οι βάσεις (Αμερικανικές) έχουν γίνει αντικείμενο πολιτικής και κομματικής εκμετάλλευσης»!

Τότε που ο Μίκης (ένας είναι…) πρότεινε ότι «για να φύγουν οι βάσεις δεν πρέπει να απευθυνθούμε στον Ρήγκαν αλλά στον Γκορμπατσόφ και να του πούμε: ‘Εφόσον μας αγαπάς σύντροφε, απόσυρε εσύ Χ ποσοστό των βάσεων σου για να αποσύρουν κι οι Αμερικάνοι το αντίστοιχο Χ ποσοστό που εκπροσωπούν οι βάσεις τους στην Ελλάδα’».

Όπως και να ΄γινε η ελληνική βερσιόν της περεστρόικα, θα κριθεί ιστορικά κι αμείλικτα, είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Είτε σαν κούφια δημαγωγία είτε σαν ανάγκη μετάλλαξης του ΚΚΕ που κρατήθηκε όρθιο ως τα σήμερα.

Σήμερα όμως από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει ίχνος πολιτικής προσέγγισης και προώθησης ανάλογης ρητορικής. Ίχνος διάθεσης για την οποιαδήποτε μορφής περεστρόικα.

Οι ανακοινώσεις του Αλ. Τσίπρα στηρίζονται κατά βάση στον Ποινικό και τον Αστικό Κώδικα, οι βουλευτές του ενεργούν ακραία και ασύνταχτα και κανείς απ΄ αυτούς δεν τοποθετείται πολιτικά.

Έστω να πει βρε αδελφέ ότι «η επάρατη δεξιά μεθοδεύει την ποινικοποίηση της Αριστεράς και τη διαπόμπευση της ως συμμορία» ή ότι «θα πάρει τα όπλα και θα παλέψει στα μέτωπα μέχρι οι ξενόδουλοι να της ρίξουν βόμβες ναπάλμ όπως το ‘49».

Τίποτα. Όλα εγκαταλειμμένα στο δίλημμα νομιμότητα - παρανομία.

Ενδεικτικό το απόσπασμα από την επιστολή Τσίπρα στον πρόεδρο της Βουλής για την εξαίρεση των Πολάκη-Τζανακόπουλο από την Προανακριτική σχετικά με τον Παπαγγελόπουλο: «Η απόφαση εξαίρεσης των δύο βουλευτών» γράφει «δημιουργεί ένα ιδιαίτερα αποδιοργανωτικό και εν γένει βλαπτικό για τη λειτουργία των Επιτροπών της Βουλής νομολογιακό προηγούμενο, δυνάμει του οποίου η εκάστοτε πλειοψηφία θα μπορούσε να καταστρατηγεί τα δικαιώματα της μειοψηφίας και του προέδρου κάθε κοινοβουλευτικής ομάδας».

Μα, τι δουλειά έχει ένας αρχηγός κόμματος, πόσω μάλλον ο πρώην πρωθυπουργός, να αναφέρεται σε «νομολογιακά προηγούμενα»; Ούτε κατήγορος είναι ούτε κατηγορούμενος.

Εκτός κι αν συμβαίνει κάτι άλλο. Εκτός κι αν φοβάται ότι θα συμβεί κάτι στον ίδιον ή σε πολύ δικούς του. Κι όχι στη Βουλή αλλά στα δικαστήρια.