Ο πατριωτικός λόγος, ο εθνικός, επιτάσσει αυτή την περίοδο περιορισμούς στην έκφραση διαφορετικών προσεγγίσεων πέραν της γραμμής «συζητάμε επί ίσοις όροις γιατί είμαστε ίσοι», με την έννοια του ισοδύναμου στην ισχύ και του υπέρτερου στο φρόνημα και την παλικαροσύνη.

Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Λίγο και περιορισμένα στους πολλούς και πολύ στους λίγους που πάντως ούτε κι αυτοί μπορούν να την «επεξηγήσουν» αμερόληπτα.

Τον Οκτώβριο του 1825, λοιπόν, η πριγκίπισσα Ντε Λίβεν, σύζυγος του Ρώσου πρέσβη στο Λονδίνο, μετέφερε στον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών Τζορτζ Κάννιγκ την πληροφορία πως στην Πελοπόννησο ο Ιμπραήμ σκόπευε, με τη συγκατάθεση της Σουλτανικής Αυλής, «να μετακινήσει ολόκληρο τον ελληνικό πληθυσμό ως σκλάβους στην Αίγυπτο και να επανοικίσει τη χώρα με Αιγύπτιους και άλλους μουσουλμάνους».

Ο Κάννιγκ που μέχρι τότε χαρακτήριζε τους Έλληνες ως «την πιο πανούργα φάρα» αφού ένα μήνα νωρίτερα του είχαν ζητήσει να αποδεχθεί Πράξη Υποτέλειας τους με απώτερο σκοπό να τον καταστήσουν υποχρεωτικό σύμμαχο τους και έτσι να ξεκινήσουν εκ νέου τον σταματημένο για μεγάλη περίοδο πόλεμο εναντίον των Τούρκων, δεν μπορούσε να παραμείνει αμέτοχος.

Ούτως ή άλλως θα έμπαιναν οι Ρώσοι για να στηρίξουν τους ομόδοξους τους κι οι Άγγλοι δεν θα τους άφηναν να το κάνουν μόνοι τους έστω κι αν ένα - δυο χρόνια νωρίτερα έβλεπαν τις δανεικές τους λίρες για την Επανάσταση να καταλήγουν στις τσέπες των «Μαυροκορδάτων».

Η Πενταπλή Συμμαχία (Βρετανία, Ρωσία, Αυστρία, Ρωσία και Γαλλία) ήταν επικεντρωμένη στη διατήρηση της Ευρωπαϊκής συνοχής βλέποντας πως η υπό κατάρρευση Οθωμανική Αυτοκρατορία ελέγχονταν από τους ανερχόμενους Αιγύπτιους του Ιμπραήμ ο οποίος απειλούσε με εκβαρβαρισμό αρχικώς την Ελλάδα κι ακολούθως την Ευρώπη.

Κάπως έτσι, αποφασίστηκε η επικύρωση της Συμφωνίας του Λονδίνου στις 6 Ιουλίου 1827 όταν ο Κάννινγκ είχε γίνει ήδη πρωθυπουργός.

Ως αρχιναύαρχος του συμμαχικού στόλου είχε οριστεί ο σερ Έντουαρντ Κόδριγκτον με παράσημα από τη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ. Οι Γάλλοι είχαν στείλει τον Ντε Ρινύι (Δεριγνύ), οι Ρώσοι τον Χέυδεν, ενώ Αυστριακοί και Πρώσοι που μετέπειτα εμφανίζονταν ως θεματοφύλακες των ευρωπαϊκών θεσμών, τότε είχαν μείνει απέξω.

Στις 20 Οκτωβρίου 1827 τα συμμαχικά πλοία μπήκαν στον κόλπο του Ναυαρίνου για να αντιμετωπίσουν τον επίσης συμμαχικό στόλων των Τούρκων, των Αιγύπτιων και των Τυνήσιων.

Ήταν δεδομένο πως η ναυμαχία θα άρχιζε για να τελειώσει τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο. Ένα εχθρικό πυρπολικό ετοίμαζε τα κανόνια του, οι Βρετανοί το είδαν και έστειλαν μια λέμβο να τους πείσει να σταματήσουν. Οι εχθροί τους σκότωσαν και η «απάντηση» διήρκεσε μόλις 4 ώρες με τον ολοκληρωτικό θρίαμβο του στόλου υπό τις οδηγίες του Κόδριγκτον. Οι…. Βάρβαροι έχασαν 60 από τα 89 πλοία τους και περισσότερους από 6.000 στρατιώτες. Η Ευρώπη ενέγραψε την α πρώτη σοβαρή ιστορική της παρακαταθήκη ως ενιαία δύναμη.

Υπάρχει τέτοια δυνατότητα 192 χρόνια μετά;

Υπάρχει άλλη επιλογή πέραν αυτής, δηλαδή το να υποχρεώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση την Τουρκία να καθίσει στο τραπέζι των συζητήσεων με την Ελλάδα, ανοίγοντας ένα προς ένα τα επίμαχα κεφάλαια, από τη στιγμή που το θαλάσσιο σύνορο στο Αιγαίο και γενικότερα το συμφέρον είναι ευρωπαϊκό και όχι μόνον Ελληνικό;

Αμφιβάλλει κανείς ότι η Τουρκία, με την αυξανόμενη ισχύ της των τελευταίων ετών και τα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων στα παράλια της, στο τέλος θα εξαναγκάσει την Ελλάδα και την Ευρώπη να καθίσουν στο δικό της τραπέζι παζαρεύοντας ακόμη και δικαιώματα σε… Βελγικά ορυχεία;

Αντιλαμβάνεται κανείς από τους επιτελείς της Ε.Ε. τι συμβαίνει ή επειδή το βλέπει να ‘ρχεται προσπαθεί να παρατείνει την έναρξη του μετά τη λήξη της δικής του θητείας;