Στην ‘Ελλάδα τού 19ου αιώνα ή παιδεία ήταν το τελευταίο πού απασχολούσε την εξουσία. ‘Ο ρόλος των ηγετικών ομάδων στον θεμελιώδη και λίαν ευαίσθητο αυτό χώρο της εθνικής ζωής ήταν πάντοτε φωτοσβεστικός. ‘Υπήρχε γνήσια και ζωηρή έφεση προς τα γράμματα όπως δείχνει το αναγεννητικό κύμα της προεπαναστατικής 50ετίας. «Βλέπω τον οργασμόν των πνευμάτων», έγραψε το 1817 ό Κοραής, «όχι πλέον καθ’ ημέραν αλλά , κατά πάσαν στιγμήν αυξάνοντα» (‘Άπαντα», τ. Β΄, σ. 157). ΟΙ κοτζαμπάσηδες όμως της τουρκοκρατίας θεωρούσαν την παιδεία ως δικαίωμα των προνομιούχων οικογενειών. Στο ελληνικό σχολείο Τρικκάλων Κορινθίας βρέθηκε το 1826 συμφωνητικό των Νοταραίων με τον δάσκαλο πού τον υποχρέωνε «να μη παραδίδη τα αυτά μαθήματα, τα οποία διδάσκει τα παιδιά των και εις τα παιδιά των άλλων κατοίκων, αλλά απλούστερα και όχι όμοια». Ταξικές διακρίσεις και στην μόρφωση.

Κάτι παρόμοιο γινόταν και στην Πατριαρχική Σχολή της Πόλης τον 17ο αιώνα. Μερικοί διδάσκαλοι παρέδιδαν Ιδιαίτερα μαθήματα σε προνομιούχους τού Ιδρύματος. Τις διακρίσεις αυτές «το εν κρυπτώ διδάσκειν των μαθητών», καταγγέλλει το 1691 ό πατριάρχης Καλλίνικος A’ και αξιώνει κοινή διδασκαλία για όλους. «Τούτο γάρ παράλογον αν είη, φαύλον τε και επίψογον έργον και σκανδάλων ού μικρών παραίτιον· αλλ’ ισοπάλως πως και ισοστάθμως, ομοίως τε και ανεπιλήπτως κοινήν την διδασκαλίαν προβάλλεσθαι, καθώς ευάρεστών έστι Θεώ και ανθρώποις». Είναι η έκφραση του δημοκρατικού πνεύματος που συχνά συναντούμε στην πολυτάραχη Ιστορία της Ορθοδοξίας.

Πρώτοι διδάσκαλοι αυτών των διακρίσεων οι Ρωμαίοι της αυτοκρατορικής εποχής. Σε ενεπίγραφο μάρμαρο της Περγάμου πού φυλάσσεται στο μουσείο του Βερολίνου, κάτω από το ελληνικό Κείμενο έχει χαραχθεί λατινικό διάταγμα του Δομιτιανού (94 μ.Χ.) που απαγορεύει αυστηρώς στους ρήτορες και γραμματικούς να διδάσκουν τις επιστήμες στους δούλους (Elisabetli Robde, Pergamon, Burgberg and Altar, Berlin 1983, σ. 51.). Τα ελληνόπουλα διψούσαν για μάθηση. Στα χρόνια τού ‘Αγώνα το 1826 — έγινε διανομή βιβλίων στα σχολεία της ‘Αθήνας, δωρεά Γάλλων φιλελλήνων. Ήταν όμως λίγα και δεν επαρκούσαν για όλους τούς μαθητές. «Τα δύο τρίτα των παιδιών πού δέν πήραν βιβλία», γράφει ό αυτόπτης F. Schack, «ξέσπασαν σε κλάματα» (Campagne d’un jeune Francais en Grece, Paris 1827, σ. 89).

Το 1831, επί Καποδίστρια, στο Κεντρικό Σχολείο που ιδρύθηκε στην Αίγινα, οι μαθητές από όλη την ελεύθερη ‘Ελλάδα, Παιδιά τού Αγώνα, της φτώχειας και της ορφάνιας αλλά με πάθος για μάθηση και προκοπή, διαπίστωσαν με απογοήτευση πώς αντί για τα «φώτα της Ευρώπης» και τα ιδεώδη της ελευθερίας διδάσκονταν τα κολλυβογράμματα της τουρκοκρατίας και μάλιστα με δεσποτικές μεθόδους. Την διαμαρτυρία των μαθητών και το αίτημα τους για καλύτερη Παιδεία αντιμετώπισε ή εξουσία με τρομοκρατία, ένοπλη εισβολή και απειλή διώξεων για ανταρσία. Και οι μαθητές αναγκάστηκαν να υπογράψουν Δήλωση Μετανοίας”. Γρήγορα όμως νιώθουν την ταπείνωση, εξεγείρονται, ανακαλούν την «δήλωση», καταγγέλλουν με προκήρυξη τον αυταρχισμό και την βία, ξαναφορούν τα κουρέλια τους, εγκαταλείπουν το σχολείο και επιστρέφουν στα χωριά της δυστυχίας. Ή καταγγελία — «Διαμαρτύρησις» όπως την αποκαλούν — αποτελεί πολυσήμαντο και σπαρακτικό ιστορικό κείμενο. Αποκαλύπτει από την μια μεριά την αρετή, το πάθος για γνώση και την ωριμότητα αυτών των παιδιών πού έζησαν την δεκαετία του πολυαίμακτου Αγώνα και των Πολεμικών συμμοριών και από την άλλη την βαναυσότητα καί τον σκοταδισμό της τουρκομαθημένης εξουσίας. Ιδού η «Διαμαρτύρησις» των ελευθεροφρόνων, γενναίων και υπερήφανων μαθητών του Κεντρικού Σχολείου τής Αίγινας (1η Φεβρουαρίου i831):

«Προ μηνών ολίγων εκήρυξεν επισήμως ή Ελληνική διοίκησις ότι εσυστήθη Σχολείον εις την Αίγιναν, όπου διδάσκεται όχι μόνον η ελληνική γλώσσα και η ελληνική φιλολογία, καθ’ όλην της την έκτασιν, αμμή και άλλαι ξέναι γλώσσαι και επιστήμαι της σοφής Ευρώπης. Δίδοντες τελείαν πίστιν εις ταύτην την προκήρυξιν, ήλθομεν εις την Αίγιναν με όλην μας την ένδειαν, οι πλειότεροι ορφανοί από πατέρας πεσόντας εις τον έσχατον αγώνα κατά της Τυραννίας και κατά της απαιδευσίας, και πολλοί αφήνοντες εις τό οσπήτιον πατέρας γέροντας πληγωμένους εις την αυτήν περίστασιν. Ήλθαμεν· αλλά τί είδαμεν; Τάφον κεκονιαμένον. Σχολείον δηλαδή έξωθεν μεν λαμπρόν, έσωθεν δε άδειον από διδασκάλους ικανούς, και από μαθήματα ανάλογα εις την ηλικίαν κ’ εις τας ανάγκας μας! Και πάντη ασύμφωνα με τας προσδοκίας μας και με τας επισήμους υποσχέσεις της Διοικήσεως.

Πολλούς μήνας εσιωπήσαμεν, ελπίζοντες βελτίωσιν των πραγμάτων· αλλά βλέποντες ότι αύτη όχι μόνον δεν γίνεται αλλ’ ότι εξεναντίας κ’ εις τους ολίγους διδασκάλους προγράφεται δεσποτικώς και τα είδη των μαθημάτων και ο τρόπος της παραδόσεώς των, επαραστήσαμεν άπαξ με σέβας εις τους εφόρους του σχολείου, ότι δεν δυνάμεθα πλέον να μείνωμεν εις αυτό, αν δεν εκπληρωθή κατά γράμμα της Διοικήσεως η υπόσχεσις. Ταύτην την παράστασιν γενομένην, ςς είπομεν, με σέβας αόπλως και μόνον προς τους εφόρους, εξηγήσασα η Διοίκησις ως στασιώδη απείθειαν, εδιώρισεν αρματωμένους στρατιώτας να παρατηρούν όλα μας τα βήματα και να μας ακολουθούν παντού. Αλλ’ ημείς, συναισθανόμενοι την αθωότητά μας και το δίκαιον του ζητήματός μας, εις διάστημα κάμποσων ημερών τους εδείξαμεν αφόβως και το στήθος και το μέτωπόν μας· διότι και ο καθαρός ουρανός αστραπάς δεν φοβείται· εις τούτο το αναμεταξύ εμεταχειρίσθησαν και δώρα και υποσχέσεις αξιωμάτων και άλλους χαμερπείς τρόπους, τους οποίους είναι αισχρόν και λέγειν, εις το να μας διχογνωμίσουν κ’ εις το να καταπείσουν καν μερικούς εξ ημών να μεταμεληθώμεν, δηλαδή να μη ζητώμεν πλέον το δίκαιόν μας, ομολογούντες μάλιστα εγγράφως αυτοί εαυτούς ενόχους εγκλήματος, το οποίον ποτέ μήτ’ εφαντάσθημεν.

Τέλος πάντων υπερίσχυσαν κ’ εθριάμβευσαν κατά της επιμονής μας οι φοβερισμοί κ’ αι ετοιμασίαι φυλακισμού κ’ εξορίας, και ούτως υπεγράψαμεν το πολυθρύλητον Μετανοητικόν, συνθεμένον και υπαγορευμένον από τους δεσπότας της ημέρας και του οποίου το εμπεριεχόμενον δεν δυνάμεθα χωρίς φρίκην μήτε κατά νούν ν’ αναπολήσωμεν. Τό όνειδος και η καταισχύνη να πέση εις τας κεφαλάς αι οποίαι το συνέλαβον και το εγέννησαν! Οι υπογράψαντες αυτό είναι αθώοι, ως και όσοι δεν το ανέγνωσαν ποτέ...».

Ο αστυνόμος της Αίγινας, σε αναφορά του στον Καποδίστρια (9 Ιαν. 1831) σχετικά με τους «ταραχοποιούς και στασιαστάς», αποδίδει τις διαμαρτυρίες και κινητοποιήσεις των μαθητών στον δημοκρατικό αγωνιστή διδάσκαλο Γεννάδιο. Αυτός διαφθείρει τους μαθητές με το «δημοτικόν» (δημοκρατικό) πνεύμα της διδασκαλίας του. Τους μιλάει για τους ελεύθερους θεσμούς, για «τα δικαιώματα τα οποία παραδειγματικώς κάμει να γνωρίσουν ότι πρέπει να χαίρουν», πράγμα απαράδεκτο για τον αστυνόμο — «δι’ όλου αντικείμενα εις τα διεφθαρμένα και παιδαριώδη ήθη των νέων» (Αλ. Δημαράς, Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (τεκμήρια της Ιστορίας), τ. Α’, σ. 34). Τελικά, η σχολική επιτροπή καθησυχάζει τον Κυβερνήτη. Έγινε «υποταγή τελεία των μαθητών» (ό.π., σ. 34).

ΟΙ τερατογενέσεις που παρατηρούνται κατά την πρώτη περίοδο του εθνικού βίου στους θεσμούς και μονιμοποιούνται ολόκληρο τον 18ο αιώνα με τον ενταφιασμό των φιλελευθέρων και δημοκρατικών πολιτευμάτων του Αγώνα, την εξάρτηση, την υποτέλεια και τη διαφθορά της εξουσίας αφορούν κυρίως την παιδεία. Αντί γιά την αλματώδη ανάπτυξη της που προσδοκούσε ό Κοραής, σημειώνεται άποτελμάτωση, ακόμα και οπισθοδρόμηση εξαιτίας της ξενοκρατίας. Θα ήταν άλλωστε αφέλεια να αναμένει κανείς φροντίδα για την ελληνική παιδεία από τον Γερμανό μονάρχη και τους Βαυαρούς εισβολείς.

Τα συμφέροντα των ξένων κυριάρχων διασφαλίζονται με την αμάθεια του κατακτημένου λαού. Η αλλόφυλη αντιβασιλεία συγκρότησε το 1833 μια επιτροπή για «αναμόρφωση» της παιδείας από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο και ύστερα σιωπή. Κανένα ενδιαφέρον για σχολικά κτίρια και για διορισμό εκπαιδευτικών. Δεν φρόντισε ούτε για την αποπεράτωση των σχολείων πού είχαν θεμελιωθεί από τον Καποδίστρια. Τα σχολεία έμειναν ατελή, γράφει ο Γερμανός Ιστορικός Μέντελσον Βαρθόλδυ, και όσα κτίρια είχαν ολοκληρωθεί «μετεβλήθησαν εις στρατώνας». Έδειξαν όμως οι Βαυαροί μεγάλο ζήλο για την κατάπνιξη της ελευθερίας του λόγου ορίζοντας τι πρέπει να διαβάζουν και πώς να εκφράζονται οι Έλληνες.

Έλαβαν μέτρα, γράφει ο Βαρθόλδυ, «κατ’ ενδεχομένων παρεκτροπών της ελληνικής φιλομαθείας δι’ αυστηρών νόμων περί Τύπου και φιμώσεως της προφορικής των Ιδεών ανταλλαγής». Η απαιδευσία των Ελλήνων αποτελούσε εγγύηση για την στερέωση της γερμανικής μοναρχίας. Απτόητος ό Τύπος καταγγέλλει και στηλιτεύει τα εθνοκτόνα σχέδια των ξένων επικυρίαρχων. Σχολιάζει μια εφημερίδα το 1835: «Αυτή η παραμέλησις, αυτή η αδιαφορία, αυτό το μίσος, αυτή η απέχθεια, αυτή η ανήκουστος καταδρομή κατά της Παιδείας και των φώτων... σταύλους διά τα άλογα βλέπομεν ν’ ανεγείρωνται αλλ’ ούτ’ έν παιδευτήριον διά τους απογόνους του Δημοσθένους... Όταν τα σώματα δουλωθούν, η καρδία έχει τουλάχιστον την άδειαν να κτυπά εις το στήθος ελεύθερα και ο ήλιος της ανεξαρτησίας δύναται μίαν ημέραν να αναλάμψη επί της κεφαλής· όταν όμως η αμάθεια δεσμεύει το πνεύμα, τότε αποχαιρέτα ελευθερίαν, ευτυχίαν, πατρίδα και τρέξε να παραχωθής ογρήγορα ζωντανός διά να μην ατιμάσης τον Έλληνα και τον άνθρωπον».

Ολόκληρο τον 18ο αιώνα η στάθμη του διδακτικού προσωπικού ήταν χαμηλή εξαιτίας της πολιτικής διαφθοράς, των αναιδών επεμβάσεων της εξουσίας στην εκπαίδευση και της κομματικής συναλλαγής. Καθημερινό θέμα στον Τύπο η αθλιότητα της παιδείας. «Αδύνατον είναι να αισθανθώσιν οι μαθηταί σεβασμόν προς καθηγητάς αγραμμάτους. Εξ άλλου, το στάδιον των εκουσίων εξετάσεων είναι στάδιον παθών και αντιζηλίας. Οι πλείστοι των καθηγητών, τας συμπαθείας και αντιπαθείας αυτών προς τους μαθητάς βασίζουν ουχί εις την πρόοδον και επιμέλειαν αλλά εις υποχρεώσεις προσωπικάς, εις προγυμνάσεις Ιδιαιτέρας, εις λόγους συγγενικούς, εις κολακείας, εις πολιτικάς απαιτήσεις.

Αν δεν απαλλαγή η εγκύκλιος του έθνους εκπαίδευσις του ζυγού της πολιτικής, αν αι καθηγητικαί θέσεις των γυμνασίων δεν παύσωσιν να δίδωνται εις τους φίλους της κυβερνήσεως, αν κόσκινον μέγα μεγάλας έχον οπάς και υπό αρμοδίων χειρών κρατούμενον δεν αποσκυβαλίση τον εν τη γυμνασιακή παιδεία συσσωρευθέντα φορυτόν, η εθνική ημών εκπαίδευσις θα εκμυζήση και την εσχάτην ζωτικήν ικμάδα του τόπου». Διαφθορά και στο πανεπιστήμιο. Ρουσφέτια στις πτυχιακές εξετάσεις. Φοιτητές κατ’ όνομα, απελέκητοι αλλά με «μέσον», έπαιρναν δίπλωμα με κομματικές παρεμβάσεις. «Τινές των φοιτητών», γράφει μια εφημερίδα το 1874, «σπανιώτατα φοιτώντες εις το πανεπιστήμιον και ουδεμίαν ποιούντες μελέτην, παρουσιάζονται εις τας εξετάσεις τη συστάσει των ισχυρών της ημέρας και χωρίς να απαντήσωσιν ή λύσωσιν ουδέν των προτεινομένων αυτοίς ζητημάτων ευρίσκονται ως εκ θαύματος πτυχιούχοι».

Κι όμως, το 1805, σε εποχή δουλείας, ο λόγιας Παν. Κοδρικάς έγραψε: «Από τη Βλαχία και τη Μολδαβία ως την Αίγυπτο και από τη Σμύρνη ως την Κέρκυρα, δεν υπάρχει πόλη, δεν υπάρχει νησί όπου δεν θα βρήτε ένα δημόσιο σχολείο για δωρεάν Παιδεία με δαπάνες της κοινότητας» (Observations sur Ie voyage en Grece, fail dans les annees 1803 et 1804, par J.L.S. Bartholdy, σ. 28). Τον ίδιο χρόνο, ο Άγγλος στρατιωτικός Leak που περιηγήθηκε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα, διαπιστώνει ότι «δεν υπάρχει ελληνική κοινότητα, ακόμα και με μέτριες οικονομικές δυνατότητες... που να μη χρηματοδοτεί ένα σχολείο για την εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής και σε πολλές περιπτώσεις και των άλλων κλάδων της παιδείας» (Κυρ. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. Γ2, σ. 327-328).

Στη Σχολή Δημητσάνας οι μαθητές δεν περιορίζονταν στη μελέτη των αρχαίων κειμένων αλλά και συνδιαλέγονταν σε αρχαία ελληνική γλώσσα (ό.π., σ. 373). Στη Χίο ο Βάμβας δίδασκε θετικές επιστήμες και ο Βαρδαλάχος αρχαίους κλασσικούς — υπήρχε η βιβλιοθήκη με 4.000 τόμους (ό.π., τ. Γ2, ο. 45 8-459). Ο Άγγλος κλασσικός φιλόλογος T. Stuart Hughes διαπίστωσε το 1813 ότι οι μαθητές τού δημόσιου σχολείου στην Αθήνα έγραψαν ποιήματα σε αρχαία γλώσσα με πινδαρικό ύφος (Travels in Sicily, Greece and Albania, London 1820, σ. 302 σημ.). Στη Σχολή των μικρασιατικών Κυδωνιών υπήρχε αμφιθέατρο και οι σπουδές κάλυπταν όλες τις θεωρητικές και θετικές επιστήμες. Οι σπουδαστές μιλούσαν μεταξύ τους αρχαία ελληνικά (Κυρ. Σιμόπσυλσς, ό.π., τ. Γ2, ο. 416 κ.έ.). Η επαφή με την προγονική γλώσσα ήταν μεγαλύτερη και ουσιαστικότερη στα χρόνια της δουλείας! «Τίποτε το παράδοξον», όπως γράφει ο ανώνυμος συγγραφέας του βιβλίου «Σελίδες τινες της Ιστορίας της βασιλείας του Όθωνος» «να ίδη τις και εν τω πλέον απομεμακρυσμένω ορεινώ χωρίω τον Ιερέα καθήμενον παρά την θύραν του οίκου του, υπό την σκιάν πλατάνου, κρατώντα ανά χείρας τον Πλούταρχον ή Θουκυδίδην και ησύχως αναγιγνώσκοντα» (ό.π., σ. 41).

Έτσι αρχίζει το ελεύθερο έθνος το εκπαιδευτικό του έργο. Η ολιγαρχία επιχειρεί να χειραγωγήσει την νεολαία ψαλιδίζοντας τα φτερά της και εξευτελίζοντας την αξιοπρέπεια και το ήθος τους. Το πνεύμα των Νοταραίων θριαμβεύει.

Δεν έλειψαν λοιπόν οι προσπάθειες κατά την περίοδο του Αγώνα για ελληνική και ταυτόχρονα εκσυγχρονισμένη εκπαίδευση. Ιδού ποιά μαθήματα θά διδάσκονταν στήν Μέση Παιδεία σύμφωνα με το σχέδιο πού εκπόνησε επιτροπή υπό τον Άνθιμο Γαζή: Αρχαία Ελληνικά και «βασικά μαθήματα των επιστημών και της φιλοσοφίας, νομικής και Ιατρικής» (Ν. Δραγούμης, ό.π., τ. Α’, σ. 207-208).

Η εξουσία όμως υπήρξε πάντοτε εχθρός της λαϊκής παιδείας. Επιδιώκει πάντοτε να κρατήσει τον λαό ακαλλιέργητο και αγροίκο — «εν αμουσίας και αμαθίας ζήν» (Αιλιανός, Ποικίλη Ιστορία). Η απαιδευσία των Ελλήνων αποτελούσε πάντα εγγύηση για την στερέωση ασυδότων εξουσιών.

Το 1928 ο Βενιζέλος, στους προγραμματικούς λόγους του, έλεγε ότι η κλασσική εκπαίδευση πρέπει να περιορισθεί στους ολίγους «εκλεκτούς», που θα αποτελέσουν «την ηγεσίαν της αύριον». Όλοι οι άλλοι πρέπει «να μάθουν τέχνη». Και ποιοί είναι οι εκλεκτοί της κλασσικής Παιδείας; Τα παιδιά των προνομιούχων τάξεων. Η λαϊκή προέλευση θα ήταν ανεκτή «κατ’ εξαίρεσιν». Σε προεκλογικό λόγο του στην Θεσσαλονίκη (23 Ιουλίου 1928) είπε συγκεκριμένα: «Εις τούς εκλεκτούς κατατάσσω όλους εκείνους οίτινες προερχόμενοι έστω και εκ των κατωτέρων τάξεων...». Γενναιόψυχη παραχώρηση.... Ταξικός διαχωρισμός, κομματικές επεμβάσεις αλλά και έλεγχος των πολιτικών φρονημάτων από την εξουσία. Κατά την μεταπολεμική περίοδο δεν γίνονταν δεκτοί στα πανεπιστήμια αντιφρονούντες φοιτητές. Με την εγκύκλιο 1010 του υπουργείου Παιδείας εντέλλονταν οι διευθυντές των σχολείων Μ. Εκπαίδευσης να ελέγχουν τα φρονήματα των μαθητών και να αποβάλλουν εκείνους που οι πεποιθήσεις τους δεν συμβιβάζονταν με τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό!

Ερχόμενοι στην εποχή μας τώρα, σύμφωνα με έρευνα από τον Τομέα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, το 50% των μαθητών θεωρεί πιο «θετική, ευχάριστη, ικανοποιητική βιωματική εμπειρία στα σχολεία, τις απεργίες, τις αποχές, τις καταλήψεις…». Από την άλλη, ταξικός διαχωρισμός, κομματικές παρεμβάσεις αλλά και έλεγχος των πολιτικών φρονημάτων από την εξουσία. Κατά την μεταπολεμική περίοδο λοιπόν, το 40% περίπου των ‘Ελλήνων βρίσκεται σε κατάσταση ημι-αναλφαβητισμού. Το 1990 υπήρχαν 40.000 περίπου αδιόριστοι στη Μ. ‘Εκπαίδευση. Αλλά πώς θα διδάξει ο εκπαιδευτικός που έχει απουσιάσει μεγάλο χρονικό διάστημα από την σπουδή; Από την άλλη, τα παιδιά του δημοτικού αγοράζουν τετράδια με τούς «ήρωες» αμερικανικών «σήριαλ» στο εξώφυλλο, μύηση και προσαρμογή στη διαφθορά και τη βία. Μολύβια-σύριγγες είναι η προπαιδεία για

τον κόσμο των ναρκωτικών, παιγνίδια που ηρωοποιούν απατεώνες και διδάσκουν την αισχροκέρδεια, την πλαστογραφία και την πανουργία, είναι εισαγωγή στη ζούγκλα του οικονομικού «φιλελευθερισμού» από ανενδοίαστους κατασκευαστές και επιχειρηματίες. Παιδιά 13 χρόνων πραγματοποιούν επί εβδομάδες «καταλήψεις» σχολείων (φθινόπωρο 1991) με αίτημα την κατάργηση των εξετάσεων! Πολιτικοί έσπευσαν να φωτογραφηθούν μαζί τους στα κιγκλιδώματα για να αλιεύσουν συμπάθειες.

Η κοινωνία, διαβρωμένη, θρυμματισμένη και σε αποσύνθεση, παρακολουθούσε εμβρόντητη αλλά άφωνη και απαθής από δειλία και καιροσκοπισμό. Μαθητές τού Λυκείου αξιώνουν (καλοκαίρι 1990) το δικαίωμα αδικαιολόγητων απουσιών. Έχουμε δικαίωμα, είπαν, αντί να παρακολουθήσουμε τα μαθήματα «να πάμε περίπατο, στη θάλασσα ή στο μπάρ». Η διαφθορά τού πολιτικού συστήματος μολύνει και το σχολείο. Εξαχρειωτικά φαινόμενα διαπιστώνουν οι εκπαιδευτικοί στον μαθητόκοσμο — αδιαφορία, ασέβεια, ανυπακοή, κυνισμός, μανία καταστροφής, ιταμότητα.

Καθηγήτρια, με επιστολή σε εφημερίδα, αποκαλύπτει διαλυτικά φαινόμενα στη Μ. Παιδεία πού καλλιεργεί ή διεφθαρμένη πολιτική εξουσία: «Μέσα στην τάξη, την ώρα τού μαθήματος, κάθε παιδί συμπεριφέρεται όπως νομίζει. Άλλος κάθεται με τα πόδια απλωμένα στο διπλανό θρανίο, άλλος κοιμάται ή προκλητικά κάνει πώς κοιμάται. Άλλος μιλάει ή χασκογελάει με τον διπλανό του και άλλοι τραγουδούν χτυπώντας ρυθμικά τα θρανία. Συχνά οι μαθήτριες βγάζουν καθρεφτάκι και τσατσάρα και χτενίζονται ή βάφουν τα νύχια τους». Άλλος «βγαίνει από την τάξη χωρίς να ζητήσει άδεια. Όταν τον ρωτήσεις πού πάει, μπορεί να λάβεις την πιο προκλητική απάντηση: πηγαίνει έξω «να πάρει αέρα» ή πείνασε και πηγαίνει να φάει…». Η πιο συνηθισμένη απάντηση σε παρατήρηση είναι: «Και τί έγινε;» ή «ποιό το πρόβλημα;» ή «ποιόν ενοχλώ;» (Καθημερινή, 5 Νοεμ. 1991).

Στο πανεπιστήμιο διδάσκαλοι διαγκωνίζονται για θέσεις συμβούλου ανθρώπων τής πολιτικής εξουσίας και για διορισμό σε Υπηρεσίες και Οργανισμούς. Μετά από την προβολή τους με δημοσιεύματα στον Τύπο και εμφανίσεις σε ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα, που συστηματικά προεκτείνουν τη σταδιοδρομία τους στον χώρο τής πολιτικής εξουσίας, ακολουθούν οι κομματικές επεμβάσεις και δικτυώσεις στις ανώτατες σχολές που προκαλούν διαμάχες και αντιπαραθέσεις. Παράλληλα καλλιεργείται μια τάση προσαρμογής στο διεφθαρμένο σύστημα και τελικά κυριαρχούν οι σκοπιμότητες, οι συμβιβασμοί και η συμμετοχή στις πολιτικές αθλιότητες.

Αυτά τα ολίγα περί … Παιδείας. Το θέμα τεράστιο, δεν εξαντλείται σε 550 λέξεις, αλλά … επιφυλασσόμεθα.