Το σχέδιο αυτό, µετέπειτα γνωστό ως Σχέδιο Μάρσαλ, θεωρητικά απευθυνόταν σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, ∆υτικής και Ανατολικής, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποδέχονταν κάποιους βασικούς κανόνες συνεργασίας.

Αρχικά, µάλιστα, η Τσεχοσλοβακία ανταποκρίθηκε θετικά, ενώ αντίστοιχες (πιο διακριτικές) τάσεις εκδηλώθηκαν επίσης στην Πολωνία και την Ουγγαρία. Ωστόσο, για να γίνει αποδεκτή από την αµερικανική κοινή γνώµη µια τόσο γενναία χρηµατοδότηση και να υπερψηφιστεί από το δύσπιστο Κογκρέσο, ο Τρούµαν έδωσε µια δραµατική εικόνα, αναφερόµενος σε «παγκόσµιο κίνδυνο» για την ελευθερία και στο καθήκον των ΗΠΑ να τον αποτρέψουν. Η ΕΣΣ∆ εξέλαβε την αµερικανική πρωτοβουλία ως επιθετική κίνηση υφαρπαγής των συµµάχων της, διότι εκ των πραγµάτων θα γίνονταν οικονµικά, άρα εµµέσως και πολιτικά, υποχείρια των ΗΠΑ.

Σύµφωνα, µάλιστα, µε τη λεγόµενη «αναθεωρητική ιστοριογραφία» της δεκαετίας του 1960, το Σχέδιο Μάρσαλ, σε συνδυασµό µε την πιο επιθετική ρητορική του Τρούµαν, αποτέλεσε κυρίαρχη αιτία επιδείνωσης των σχέσεων των δύο συνασπισµών, που µέχρι τότε είχαν διατηρηθεί σε λογικά επίπεδα. Σύµφωνα µε τον γνωστότερο εκφραστή της Realpolitik των ΗΠΑ, µετέπειτα υπουργό Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ, «ακόµα και αν το άλµα της Αµερικής από την αφελή καλή προαίρεση µεταπολεµικά στη γενική καχυποψία ήταν ίσως πιο ακραίο από όσο δικαιολογούσαν οι περιστάσεις, σίγουρα αντικατόπτριζε τη νέα διεθνή πραγµατικότητα». Το σίγουρο είναι ότι το Σχέδιο Μάρσαλ αύξησε τα φοβικά σύνδροµα της ΕΣΣΔ και ιδίως του Στάλιν, που συνήθιζε, εξάλλου, να ανακαλύπτει παντού εχθρούς και εις βάρος του συνωµοσίες. Ετσι, απέτρεψε την Τσεχοσλοβακία, την Πολωνία και την Ουγγαρία να ενταχθούν σε αυτό, µε αποτέλεσµα η ήδη καθηµαγµένη σοβιετική οικονοµία να επιβαρυνθεί ακόµα περισσότερο για την ενίσχυσή τους.

Η αποχώρηση της Γιουγκοσλαβίας από τον ανατολικό συνασπισµό (1948) και η µεταγενέστερη χρηµατοδότησή της από δυτικές κυβερνήσεις ενίσχυσαν τις σοβιετικές φοβίες ότι η ∆ύση χρησιµοποιούσε την οικονοµική ισχύ για να αποσπάσει τους συµµάχους της ΕΣΣΔ.

Η σοβιετική αντίδραση

Το 1947, τα πλέον ισχυρά δυτικοευρωπαϊκά Κ.Κ., δηλαδή της Γαλλίας και της Ιταλίας, αποµακρύνθηκαν από τις κυβερνήσεις συνεργασίας και σύντοµα υποκίνησαν σειρά απεργιών, πιθανότατγια να αποτρέψουν την εφαρµογή του Σχεδίου Μάρσαλ στις χώρες τους. Στην Τσεχοσλοβακία ο µη κοµµουνιστής υπουργός Εξωτερικών, Γιαν Μασάρικ, που αρχικά είχε συναινέσει στην αποδοχή του Σχεδίου Μάρσαλ, «αυτοκτόνησε» υπό περίεργες συνθήκες.

Στα µέσα του 1948 όχι µόνο ανατράπηκε πραξικοπηµατικά η κυβέρνηση συνεργασίας, αλλά σύντοµα εκτελέστηκε ύστερα από δίκες-παρωδία και η ίδια η ηγεσία του τσεχοσλοβακικού Κ.Κ., συµπεριλαµβανοµένου του γενικού γραµµατέα του, Ρούντολφ Σλάνσκι. Σύµφωνα µε τους περισσότερους ιστορικούς, η περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας υπήρξε καθοριστική για την αλλαγή στάσης της ∆ύσης. Αν οι Σοβιετικοί συµπεριφέρονταν µε τέτοιον τρόπο σε χώρα όπου οι κοµµουνιστές ήταν πρώτο κόµµα και µε υψηλό ποσοστό (38%), δεν υπήρχαν και πολλές ελπίδες για τις υπόλοιπες. Οι αµερικανικές φοβίες επιδεινώθηκαν από την απώλεια της Κίνας το 1949 και, σε συνδυασµό µε την απόκτηση ατοµικής βόµβας από την ΕΣΣ∆ την ίδια χρονιά, προκλήθηκε στις ΗΠΑ ένας «οργουελιανός» παροξυσµός.

Ως απάντηση στο Σχέδιο Μάρσαλ και στον δηµιουργηµένο από τις δυτικές χώρες Ογγανισµό Ευρωπαϊκής Οικονοµικής Συνεργασίας, οι Σοβιετικοί ίδρυσαν την ΚΟΜΕΚΟΝ. Παράλληλα, σε πολιτικό επίπεδο, προέβησαν στην ίδρυση της ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ, µε τη συµµετοχή των Κ.Κ. όχι µόνο των ανατολικών χωρών, αλλά και των δύο ισχυρών Κ.Κ. της ∆ύσης (της Γαλλίας και της Ιταλίας), µια κίνηση που εξελήφθη από τη ∆ύση ως προσπάθεια επανίδρυσης της (σχεδιασµένης να εξαγάγει τη µαρξιστική επανάσταση) 3ης Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς - ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ.

Το γερμανικό πρόβλημα

Το 1948, η Γερµανία αντιµετώπιζε µεγάλα διοικητικά και οικονοµικά προβλήµατα λόγω των διαφορετικών ζωνών κατοχής και της εκτεταµένης «µαύρης αγοράς». Για την αντιµετώπισή τους οι τρεις δυτικές κυβερνήσεις (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία) αποφάσισαν, παρά τις αρχικές γαλλικές αντιρρήσεις, να ενοποιήσουν τις ζώνες κατοχής τους και να δηµιουργήσουν ένα αξιόπιστο νόµισµα, κάτι ωστόσο που προδίκαζε τη δηµιουργία ενός κρατικού µορφώµατος. Η Μόσχα προσπάθησε να αποτρέψει την εξέλιξη προτείνοντας µια ενιαία Γερµανία εκτός των δύο συνασπισµών, εµφανιζόµενη, έτσι, ως υπέρµαχος της γερµανικής ενότητας, κίνηση σίγουρα δηµοφιλής στον γερµανικό λαό, η οποία, όµως, δεν εξαργυρώθηκε πολιτικά, αφού σύντοµα το Κοµµουνιστικό Κόµµα Γερµανίας συρρικνώθηκε εκλογικά στη ∆υτική Γερµανία.

Η αποτυχία των συνοµιλιών (∆εκέµβριος 1947) πρακτικά σήµαινε ότι τα όρια των δύο συνασπισµών παγιώνονταν στα όρια των ζωνών κατοχής. Υπήρχε, όµως, η ιδιαιτερότητα του Βερολίνου, πόλης η οποία βρισκόταν βαθιά µέσα στη σοβιετική ζώνη, αλλά, λόγω της σπουδαιότητάς της, διατηρούσε επίσης, κατ’ αντιστοιχία µε την υπόλοιπη Γερµανία, αµερικανικό, βρετανικό και γαλλικό τοµέα. Οι Σοβιετικοί επέµεναν να κυκλοφορεί σε όλο το Βερολίνο µόνο το ανατολικογερµανικό µάρκο, ώστε να αποτραπεί η κυκλοφορία του ισχυρότερου δυτικού µάρκου στον δικό τους τοµέα (η επικοινωνία των δύο τοµέων γινόταν ακόµα σχετικά ελεύθερα). Μπροστά στην άρνηση των ∆υτικών, ο Στάλιν αποφάσισε τον οδικό αποκλεισµό του ∆υτικού Βερολίνου, αποσκοπώντας στον οικονοµικό στραγγαλισµό του και στην εγκατάλειψή του από τους ∆υτικούς. Οι τελευταίοι αντέδρασαν αποφασιστικά. Ναι µεν οι σκέψεις για ένα άµεσο στρατιωτικό πλήγµα (ευτυχώς) δεν υλοποιήθηκαν, οργανώθηκε όµως µια δαπανηρή, αλλά πάντως σωτήρια αεροµεταφορά εφοδίων περίπου για έναν χρόνο στο ∆υτικό Βερολίνο, το οποίο έκτοτε άρχισε να προβάλλεται ως θύλακας αντίστασης και ελευθερίας µέσα στον σοβιετικό ολοκληρωτισµό.

Ο Στάλιν υποχώρησε τελικά τον Μάιο του 1949, αποδεχόµενος ουσιαστικά την ήττα του, αλλά ήδη τον προηγούµενο µήνα (Απρίλιο του 1949) οι ∆υτικοί σύµµαχοι είχαν ενώσει τις ζώνες κατοχής τους σε ένα οµόσπονδο κράτος. Οι Σοβιετικοί ανταπάντησαν τον Οκτώβριο του ίδιου έτους µε την ίδρυση της Λαοκρατικής ∆ηµοκρατίας της Γερµανίας στον ανατολικό τοµέα. Η σύγκριση, όµως, των δύο Γερµανιών απέβαινε πάντοτε εις βάρος τους, ιδίως µετά την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου (1961). 

Η στρατιωτική ισχύς εν τη ενώσει

Το 1949, δέκα ευρωπαϊκά κράτη, µαζί µε τις ΗΠΑ και τον Καναδά, ίδρυσαν το ΝΑΤΟ, έναν στρατιωτικό συνασπισµό, που ουσιαστικά διέλυσε τις όποιες υποψίες (ή προσδοκίες) ότι οι ΗΠΑ θα διολίσθαιναν εκ νέου στον αποµονωτισµό, όπως είχε γίνει το 1919. Μέχρι το 1953 είχαν εγκατασταθεί στην Ευρώπη 410.000 Αµερικανοί στρατιώτες, οι περισσότεροι (254.000) στη Γερµανία, περισσότερο σαν «όµηροι», αφού σε περίπτωση σοβιετικής εισβολής η συνήθως δύσπιστη αµερικανική Γερουσία, που έχει την εξουσία κήρυξης πολέµου, δεν θα µπορούσε να αρνηθεί την ανάµιξη της Αµερικής µε νεκρούς Αµερικανούς στρατιώτες.

Οι Σοβιετικοί απάντησαν στον συνασπισµό του ΝΑΤΟ µε τη δηµιουργία του Συµφώνου της Βαρσοβίας το 1955, ενός συνασπισµού που σε επίπεδο χερσαίων δυνάµεων είχε σαφή στρατιωτική υπεροπλία, η οποία, όµως, ακυρωνόταν από την αµερικανική υπεροχή στον τοµέα των ατοµικών-πυρηνικών όπλων. Ο ανεξέλεγκτος πυρηνικός εξοπλισµός αποτέλεσε το κυριότερο σηµείο εκδήλωσης των συνεπειών του Ψυχρού Πολέµου. Η λογική πίσω από την ανάπτυξή τους δεν ήταν τόσο η χρήση τους, που πιθανότατα θα προκαλούσε ζηµία και στον ίδιο τον επιτιθέµενο, όσο η αποτροπή σε ενδεχόµενη πρόθεση του αντιπάλου να εξαπολύσει πρώτος ένα συντριπτικό πλήγµα.

Ωστόσο, η κατοχή ενός τόσο µεγάλου πυρηνικού οπλοστασίου ενίσχυε τους φόβους για ενδεχόµενο πειρασµό χρησιµοποίησής τους ή, ακόµα, και για κίνδυνο ατυχήµατος από κακή εκτίµηση των στρατιωτικών παραγόντων.

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 27/5