Η απάντηση στο ερώτηµα που τέθηκε, «Για ποιον λόγο οι Γερµανοί και οι Αγγλοι δέχονταν τις εκβιαστικές τουρκικές πιέσεις για την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους», είναι ότι η Τουρκία βρισκόταν σε πλεονεκτική θέση. Παρά το γεγονός ότι υστερούσε σε στρατιωτικό εξοπλισµό, διέθετε το φυσικό φρούριο της Μικράς Ασίας. Επιπλέον, οι Τούρκοι ήταν εξαιρετικοί στον ανταρτοπόλεµο, ενώ ένας µεγάλος σε µέγεθος γερµανικός στρατός θα δυσκολευόταν να διατηρήσει τις επικοινωνίες και τον εφοδιασµό του, αν επιχειρούσε να εκµεταλλευθεί το απαρχαιωµένο τουρκικό σιδηροδροµικό δίκτυο. Το τίµηµα λοιπόν της κατάληψης της Τουρκίας θα ήταν υψηλό για τους Γερµανούς. Για τους ίδιους λόγους, ούτε οι Αγγλοι πίεσαν τους Τούρκους να συµµορφωθούν προς τις επιταγές της Συνθήκης Αµοιβαίας Βοήθειας του 1939. Επιπρόσθετα, οι Αγγλοι υπολόγιζαν στην τουρκική ιδεολογική επιρροή στον µουσουλµανικό κόσµο, σεβαστό κοµµάτι του οποίου ανήκε στην τεράστια αυτοκρατορία τους.

Η τουρκική «επιτήδεια» ουδετερότητα λοιπόν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου εκφράστηκε, µε διαβαθµίσεις, προς τέσσερις κατευθύνσεις: τα Βαλκάνια, τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή και τα ρωσικά σύνορα. Από την έναρξη των πολεµικών επιχειρήσεων, η τουρκική πολιτική προσαρµοζόταν αναλόγως των εξελίξεων. Το 1940, όταν η Ιταλία κήρυξε τον πόλεµο εναντίον της Αγγλίας και της Γαλλίας, µε την ήττα της τελευταίας, η Τουρκία διατήρησε την ουδετερότητα και δεν διέκοψε τις εµπορικές της σχέσεις µε τους εµπόλεµους. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Σουκρού Σαράτσογλου, διαβεβαίωνε ότι η χώρα του παρέµενε πιστή στις υποχρεώσεις της και ότι µόνο µια συντονισµένη βουλγαρο-γερµανική επίθεση εναντίον της Ελλάδας θα σήµαινε γι’ αυτήν «casus belli». Αυτή όµως η θέση της διαψεύστηκε από την επακόλουθη στάση της, όταν οι περιστάσεις απαίτησαν την ανάληψη δράσης. Εν τω µεταξύ, επέτρεψε τη µετάβαση των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης ως εθελοντών στο αλβανικό και το µακεδονικό µέτωπο σε ένδειξη συµπαράστασης στον ελληνικό αγώνα.

Ενόψει της γερµανικής διείσδυσης στη Βουλγαρία και της ενδεχόµενης γερµανικής επίθεσης εναντίον της Θεσσαλονίκης, των ελληνικών αεροπορικών βάσεων και των νησιών του Αιγαίου, ο πρωθυπουργός της Βρετανίας, Ουίνστον Τσόρτσιλ, άσκησε έντονες πιέσεις στην Τουρκία να παραχωρήσει στους Αγγλους διευκολύνσεις στην Ανατολική Θράκη. Ωστόσο, η Τουρκία αρκέστηκε σε υπεκφυγές, επιµένοντας για περισσότερες στρατιωτικές εγγυήσεις και παραχωρήσεις από την πλευρά της Αγγλίας. Οταν τα γερµανικά στρατεύµατα παρατάχθηκαν κατά µήκος των βόρειων βουλγαρικών συνόρων, η Τουρκία και η Βουλγαρία προέβησαν σε κοινή δήλωση φιλίας, γεγονός που ικανοποίησε τη δεύτερη, καθώς της επέτρεψε να προσχωρήσει στο Τριµερές Σύµφωνο του Αξονα, την 1η Μαρτίου 1941.

Η στάση αυτή της Τουρκίας υπαγορεύθηκε από την ελλιπή βρετανική στρατιωτική ενίσχυση προς την Ελλάδα και από την αρνητική στάση της Γιουγκοσλαβίας, γεγονότα που τους οδηγούσαν στο συµπέρασµα ότι η επικράτηση των Γερµανών στα Βαλκάνια ήταν δεδοµένη. Παρά τις έντονες αντιδράσεις των Αγγλων, ο Ινονού τούς πληροφόρησε αυτή τη φορά ότι η χώρα του θα εισερχόταν στον πόλεµο µόνο σε περίπτωση που δεχόταν επίθεση. Παράλληλα, διαβεβαίωσε τους Γερµανούς ότι η Τουρκία θα διατηρούσε σε κάθε περίπτωση την ουδετερότητά της. Οταν άρχισε η γερµανική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, οι Τούρκοι απέσυραν τα στρατεύµατά τους από την τουρκοβουλγαρική µεθόριο, διευκολύνοντας ουσιαστικά τους Γερµανούς να συγκεντρώσουν τις δυνάµεις τους στο µέτωπο της Μακεδονίας και της ∆υτικής Θράκης. Η Τουρκία υποστήριζε ότι µοναδικός στόχος της διατήρησης της ουδετερότητάς της ήταν να παραµείνει αλώβητη η εθνική της κυριαρχία. Ετσι, οι ελληνοτουρκικές συµφωνίες των προηγούµενων ετών, καθώς και η αγγλο-γαλλο-τουρκική συνθήκη συµµαχίας κατέστησαν κενό γράµµα.

Πάντως, πριν από τη γερµανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ενωσης, η Τουρκία φοβόταν µια ολοκληρωτική νίκη των δυνάµεων του Αξονα, που θα συνεπαγόταν την κυριαρχία της Ιταλίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το φθινόπωρο του 1943, µετά την πτώση της Ιταλίας, οι Τούρκοι είχαν βοηθήσει τους Συµµάχους στον αγώνα δρόµου που διεξήχθη µε τους Γερµανούς για την κατάληψη των νησιών του Αιγαίου, µεταφέροντας στρατιωτικά εφόδια στη Σάµο και παραβλέποντας το γεγονός ότι οι Σύµµαχοι χρησιµοποιούσαν τα χωρικά τους ύδατα. Από την άλλη, οι Αγγλοι γνώριζαν ότι δεν είχαν ελπίδες να λάβουν κάτι περισσότερο από τους Τούρκους, αν δεν κατάφερναν να αποκτήσουν τα ∆ωδεκάνησα. Ετσι, η αποτυχία τους τελικά να τα καταλάβουν είχε ως συνέπεια την αµετακίνητη άρνηση της Τουρκίας να παραχωρήσει αεροδρόµια στους Συµµάχους. Σε κάθε περίπτωση, όµως, οι Αγγλοι δεν σκόπευαν να παραδώσουν τα νησιά στους Τούρκους, φοβούµενοι ότι έτσι θα τους ενθάρρυναν περαιτέρω να διεκδικήσουν και την Κύπρο. Τις παραµονές της γερµανικής επίθεσης στη Σοβιετική Ενωση, τον Ιούνιο του 1941, η Τουρκία υπέγραψε δεκαετές Σύµφωνο Φιλίας και Εµπορικών Σχέσεων µε τη Γερµανία και ξεκίνησε εξαγωγές χρωµίου, ζωτικού για τη γερµανική χαλυβουργία. Από την άλλη πλευρά, προκειµένου να εγκαταλείψει την ουδετερότητα, προέβαλε προς τους Συµµάχους υπερβολικές απαιτήσεις σε στρατιωτικό υλικό.

Τον Φεβρουάριο του 1942, η Τουρκία ξεκίνησε συνοµιλίες µε τη Γερµανία για την απόκτηση γερµανικών όπλων, καθώς ήταν δεδοµένη η αδυναµία των Αγγλων να ανταποκριθούν σε αντίστοιχο αίτηµά της. Τελικά, το καλοκαίρι του 1942 συνήψε δάνειο 100 εκατοµµυρίων µάρκων, που αφορούσε αγορά όπλων από τη Γερµανία. Αντίστοιχη συµφωνία µε τους Αγγλους θα ακολουθούσε την επόµενη χρονιά.

Για την Τουρκία, η είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεµο και η βοήθεια που παρείχαν στους Σοβιετικούς αποτέλεσαν µια επιπλέον πηγή ανησυχίας για ενδεχόµενη κυριαρχία των Σοβιετικών στην Ανατολική Ευρώπη. Η Τουρκία δεν έπαψε να εκφράζει την καχυποψία της στους Αγγλους σχετικά µε τους Ρώσους, θεωρώντας ότι οι τελευταίοι είχαν συµµαχήσει µε την Αγγλία λόγω του γερµανικού κινδύνου. Για τον λόγο αυτόν, επέµενε ότι δεν θα έπρεπε η «γηραιά Αλβιώνα» να επιτρέψει οποιαδήποτε επέκταση των Ρώσων στη Μέση Ανατολή. Ετσι, η Τουρκία επέµενε σταθερά ότι ήταν απαραίτητη στην Αγγλία.

Οταν τον Ιανουάριο του 1945 η Τουρκία άνοιξε τελικά τα Στενά για τα συµµαχικά πλοία, ήταν πλέον αργά. Ο Στάλιν, τον Μάρτιο του 1945, προχώρησε σε καταγγελία της εικοσαετούς ΤουρκοΣοβιετικής Συνθήκης Ουδετερότητας και µη Επίθεσης του ∆εκεµβρίου του 1925, πριν αυτή λήξει, ενώ ζήτησε από την τουρκική κυβέρνηση να του επιστρέψει τις επαρχίες Καρς και Αρνταχάν στον Καύκασο, τις οποίες είχε ανακτήσει η Τουρκία µε τη Συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ, το 1918. Επιπλέον, ζήτησε την αναθεώρηση της Σύµβασης του Μοντρέ του 1936 για το καθεστώς των Στενών. Ωστόσο, λόγω της αλλαγής του διεθνούς σκηνικού, όταν οι σχέσεις µεταξύ των νικητών άρχισαν να ψυχραίνονται, δεν ευοδώθηκαν τα ρωσικά αιτήµατα, αφού Αγγλοι και Αµερικανοί χρειάζονταν στο πλευρό τους την Τουρκία όσο τους χρειαζόταν και αυτή.

Το ∆όγµα της Ενεργού Ουδετερότητας: Σε τι συνίστατο όµως τελικά το δόγµα της τουρκικής ενεργού ουδετερότητας και ποιες σκοπιµότητες εξυπηρετούσε; Το συγκεκριµένο δόγµα χαρακτηρίζει την τουρκική πολιτική κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσµιου Πολέµου και αναπτύχθηκε το 1942, την περίοδο που η Τουρκία είχε συνάψει δάνειο µε τη Γερµανία για την απόκτηση γερµανικών όπλων. Εµπνευστής του ήταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Νουµάν Μενεµεντζίογλου. Σύµφωνα µε το εν λόγω δόγµα, η Τουρκία δεν θα παρέµενε παθητικά προσκολληµένη στην επιδίωξη της ουδετερότητας εν αναµονή των πολεµικών εξελίξεων, αλλά θα προσπαθούσε να επηρεάσει την έκβαση του πολέµου προς όφελός της. Σκοπός της ήταν να ικανοποιήσει τις εδαφικές διεκδικήσεις της και να εκσυγχρονιστεί στρατιωτικά. Το δόγµα αυτό µας εξηγεί λοιπόν τη σηµερινή στάση της Τουρκίας απέναντι σε γείτονες, συµµάχους και «εχθρούς».

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 4 Μαρτίου 2023