Η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν έχει αποδείξει την ικανότητά της να συσπειρώνει τους δηµοκρατικούς συµµάχους των ΗΠΑ στο εξωτερικό, ώστε να αντιστέκονται στους αυταρχικούς αντιπάλους τους. Οµως, για να αναδειχτεί νικήτρια η Αµερική στον νέο Ψυχρό Πόλεµο που µαίνεται, θα χρειαστεί να προστατέψει και τη δική της δηµοκρατία από το Ρεπουµπλικανικό Κόµµα.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ χαρακτήρισε την αντιπαράθεση της Αµερικής µε την Κίνα και τη Ρωσία ως µια διαµάχη µεταξύ δηµοκρατίας και απολυταρχίας, της οποίας το τέλος δεν έχει ακόµη κριθεί. Εάν ισχύει αυτό, ενδεχόµενη νίκη της Αµερικής δεν θα εξαρτηθεί µόνο από την ικανότητά της να υπερισχύει έναντι των αντιπάλων της, αλλά και από την επιτυχία της στη διαφύλαξη της δηµοκρατίας στο εσωτερικό της χώρας.

Ως προς το πρώτο σκέλος, οι Ηνωµένες Πολιτείες είναι πολύ πιθανό να πετύχουν, χάρη σε µια σειρά εξαίρετων διπλωµατικών χειρισµών. Κατ’ αρχάς, στις πρόσφατες Συνόδους Κορυφής των G7 και του ΝΑΤΟ ο Μπάιντεν εδραίωσε µια ευρεία συµµαχία, που εκτείνεται σε Ευρώπη και Ασία ενάντια στη Ρωσία και την Κίνα. Κι αυτό µετά τη γρήγορη κινητοποίηση των δυτικών κυβερνήσεων να στηρίξουν την Ουκρανία και να τιµωρήσουν τον Ρώσο πρόεδρο, Βλαντιµίρ Πούτιν, για τον πόλεµο που ξεκίνησε εκεί τον Φεβρουάριο.

Επίσης, ο Μπάιντεν έχει εκµεταλλευτεί την επιθετικότητα της Κίνας προς τους γείτονές της, ώστε να εδραιώσει τις αµερικανικές συµµαχίες στην Ανατολική Ασία. Ο Τετραµερής ∆ιάλογος για την Ασφάλεια, γνωστός και ως «Κουάντ» (Quad), ανάµεσα σε Αυστραλία, Ινδία, Ιαπωνία και ΗΠΑ, έχει βαθύνει τη στρατηγική συνεργασία µεταξύ αυτών των κρατών. Στο εσωτερικό, ωστόσο, οι πυλώνες των δηµοκρατικών θεσµών της Αµερικής καταρρέουν. Παρά την εκλογική του ήττα το 2020, ο Τραµπ εξακολουθεί να ελέγχει την πλειοψηφία του Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος. Περίπου το 70% των Ρεπουµπλικανών ψηφοφόρων εξακολουθεί να πιστεύει τον ισχυρισµό του ότι η ήττα του οφείλεται σε µαζική εκλογική νοθεία. Απρόθυµοι να διακινδυνεύσουν τη λαϊκή τους στήριξη, σχεδόν όλοι οι Ρεπουµπλικανοί ηγέτες του Κογκρέσου είτε «παπαγαλίζουν» τα ίδια ψέµατα είτε τηρούν µια λιπόψυχη «σιγήν ιχθύος». Εν τω µεταξύ, οι Ρεπουµπλικανοί ηγέτες καταφέρουν καταστροφικά πλήγµατα στους πυλώνες της δηµοκρατίας των ΗΠΑ. Το 2021, τουλάχιστον 19 πολιτείες -σχεδόν όλες όσες ελέγχονταν από τους Ρεπουµπλικανούς- θέσπισαν 34 νόµους που περιορίζουν την πρόσβαση των ψηφοφόρων στις εκλογές. Και έναν µήνα πριν από τις κάλπες του 2020, Ρεπουµπλικανοί µέλη του Κογκρέσου κατάφεραν να διορίσουν δικαστή στο Ανώτατο ∆ικαστήριο των ΗΠΑ την Εϊµι Κόνι Μπάρετ, αν και σε όλο το τελευταίο έτος της θητείας του προέδρου Οµπάµα είχαν αρνηθεί ακόµα και να διεξαγάγουν ακροάσεις για υποψήφιο ανώτατο δικαστικό.

Αυτό καταδεικνύει την πιο ανησυχητική πρόσφατη εξέλιξη για τη δηµοκρατία των ΗΠΑ: την πολιτικοποίηση του Ανώτατου ∆ικαστηρίου. Γεµάτο πια από ακροδεξιούς δικαστές, το ∆ικαστήριο εξέδωσε µια σειρά από ριζοσπαστικές αποφάσεις τον περασµένο µήνα, οι οποίες υπονοµεύουν τα δικαιώµατα των γυναικών, την προστασία του περιβάλλοντος και τη δηµόσια ασφάλεια, ενώ πλήττουν σοβαρά και τη θέση του ίδιου του δικαστηρίου ως ανεξάρτητου θεσµού.

Οσο άσχηµα κι αν είναι ήδη τα πράγµατα, είναι πολύ πιθανό αυτό να είναι µόνο η αρχή της κρίσης για την αµερικανική δηµοκρατία. Το Ρεπουµπλικανικό Κόµµα πιθανότατα θα ανακτήσει τον έλεγχο του Κογκρέσου στις ενδιάµεσες εκλογές του Νοεµβρίου. Και κανείς δεν µπορεί να προβλέψει το αποτέλεσµα των επόµενων προεδρικών εκλογών του 2024. ∆εν αποκλείεται ο Τραµπ να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο - µια εξέλιξη που θα έθετε τη δηµοκρατία των ΗΠΑ σε σοβαρότατο κίνδυνο.

∆εν είναι δύσκολο να εξηγήσουµε για ποιον λόγο ο Μπάιντεν κερδίζει τον Ψυχρό Πόλεµο στο εξωτερικό, αλλά χάνει τον αγώνα για τη δηµοκρατία στο εσωτερικό. Οι ΗΠΑ και οι σύµµαχοί τους εξακολουθούν να είναι πολύ µπροστά από τους αυταρχικούς αντιπάλους τους σε κρίσιµους τοµείς, ιδίως σε στρατιωτικές και τεχνολογικές δυνατότητες. Επιπλέον, η Ρωσία και η Κίνα επιδίδονται διαρκώς σε συµπεριφορές επιθετικότητας και εκφοβισµού, οι οποίες στρέφουν τις µικρότερες χώρες στην αγκαλιά των ΗΠΑ. Οµως, για να υπερασπιστεί την αµερικανική δηµοκρατία, ο πρόεδρος Μπάιντεν -και γενικότερα οι ∆ηµοκρατικοί- θα πρέπει να ξεπεράσουν δοµικά εµπόδια που εδράζονται στο Σύνταγµα της χώρας. Από τη φύση του και τον σχεδιασµό του, το εκλογικό σύστηµα των ΗΠΑ δίνει σε ορισµένους ψηφοφόρους πολύ µεγαλύτερη επιρροή απ’ ό,τι σε άλλους. Ισως η πιο κατάφωρη περίπτωση είναι το γεγονός ότι, ενώ οι έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων αντιστοιχούν κατά προσέγγιση στο ποσοστό που εκπροσωπεί ο πληθυσµός µιας πολιτείας επί του συνολικού πληθυσµού των ΗΠΑ, στη Γερουσία όλες οι πολιτείες καταλαµβάνουν από δύο έδρες. Αυτό έχει ως αποτέλεσµα οι Ρεπουµπλικανοί σήµερα να κατέχουν το 50% των εδρών της Γερουσίας, ενώ εκπροσωπούν (βάσει λαϊκής ψήφου) µόνο το 43% του πληθυσµού των ΗΠΑ.

Επιπλέον, οι Αµερικανοί που ζουν σε λιγότερο πυκνοκατοικηµένες πολιτείες έχουν µεγαλύτερη επιρροή στην εκλογή της εκτελεστικής εξουσίας, αφού ο πρόεδρος των ΗΠΑ εκλέγεται έµµεσα, µέσω του Σώµατος των Εκλεκτόρων. Ο Τραµπ το 2016 και ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος το 2000 -Ρεπουµπλικανοί και οι δύο- κέρδισαν την προεδρία, παρόλο που είχαν χάσει στη λαϊκή ψήφο. Αυτό το δοµικό πλεονέκτηµα σηµαίνει ότι οι Ρεπουµπλικανοί αισθάνονται µικρότερη πίεση να µετριάσουν τον εξτρεµισµό τους - έτσι µπορούν να πηγαίνουν µε τα νερά µιας ριζοσπαστικής µειοψηφίας και παρ’ όλα αυτά να διατηρούν την ίδια δύναµη µε τους ∆ηµοκρατικούς.

Οι Ρεπουµπλικανοί επωφελούνται, επίσης, από ένα δηλητηριασµένο µιντιακό περιβάλλον, στο οποίο εταιρείες όπως το Fox News του Ρούπερτ Μέρντοχ αποκοµίζουν τεράστια κέρδη προωθώντας θεωρίες συνωµοσίας. Για να αλλάξει αυτό, το δοµικό εµπόδιο θα µπορούσε να αρθεί σχετικά εύκολα: πυλώνες του αµερικανικού χρηµατοπιστωτικού κατεστηµένου, όπως η BlackRock και η Vanguard -δύο από τους µεγαλύτερους επενδυτές της Fox-, δεν έχουν παρά να σταµατήσουν να επενδύουν σε εταιρείες που υπονοµεύουν συστηµατικά την αµερικανική δηµοκρατία. Ωστόσο, δεν έχουµε κανέναν λόγο να πιστεύουµε ότι θα κάνουν κάτι τέτοιο.

Τίποτε από αυτά δεν προοιωνίζεται θετικές προοπτικές για την Αµερική στον νέο Ψυχρό Πόλεµο που µαίνεται. Από τη µια, ναι, υπάρχει ακόµα µία πιθανότητα οι ∆ηµοκρατικοί να διατηρήσουν αρκετή δύναµη ώστε να υπερασπιστούν την αµερικανική δηµοκρατία. Σε µια τέτοια περίπτωση, οι ΗΠΑ θα µπορούσαν να συνεχίσουν τη θετική δυναµική που έχει δηµιουργήσει η κυβέρνηση Μπάιντεν µε τους πρόσφατους ελιγµούς της στην εξωτερική πολιτική.

Αλλά εάν το Ρεπουµπλικανικό Κόµµα συνεχίσει την επίθεσή του στη δηµοκρατία των ΗΠΑ -πράγµα βέβαιο εάν κερδίσουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο ή/και τον Λευκό Οίκο στις επόµενες εκλογές-, τότε οι ΗΠΑ, αν µη τι άλλο, θα χάσουν την ιδεολογική τους ελκυστικότητα. Ισως και πάλι καταφέρουν να συσπειρώσουν τους δηµοκρατικούς συµµάχους τους να αντισταθούν στην Κίνα και τη Ρωσία, αλλά µόνο επί τη βάσει στενών εθνικών συµφερόντων και όχι επί τη βάσει κοινών αξιών. Ετσι, αυτό που προς το παρόν είναι ένας ιδεολογικός αγώνας µεταξύ δηµοκρατιών και απολυταρχιών θα µπορούσε να εξελιχθεί σε ολοκληρωτική σύγκρουση παγκόσµιων τιτάνων.

Κι αυτό είναι το καλύτερο σενάριο. Στη χειρότερη περίπτωση, η εδραίωση µιας κυβέρνησης µειοψηφίας και η άνοδος στην εξουσία ενός ανελεύθερου καθεστώτος στις ΗΠΑ θα µπορούσαν να πυροδοτήσουν το ξέσπασµα εµφύλιας διαµάχης, φέρνοντας µία εκ των πραγµάτων περιθωριοποιηµένη πλειοψηφία αντιµέτωπη µε µια ολοένα και πιο αυταρχική µειοψηφία. ∆ύσκολα µπορεί να φανταστεί κανείς ότι µια χώρα που θα χειµάζεται από τέτοιου είδους αναταραχές θα µπορούσε να ηγηθεί ενός συνασπισµού δηµοκρατιών στην παγκόσµια σκηνή.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 6 Αυγούστου 2022