Μάλλον θα κοµίζαµε γλαύκας εις Αθήνας, αν επισηµαίναµε ότι µία από τις µεγάλες παθογένειες της Ελλάδας είναι η έλλειψη υψηλής στρατηγικής. Η έλλειψη αυτή εδράζεται πάνω σε µια διάχυτη στην κοινωνία φαταλιστική άποψη περί ανύπαρκτης, «τελειωµένης» Ελλάδας και αυτή µε τη σειρά της στηρίζεται σε µια άτυπη αντίληψη περί «τέλους της Ιστορίας», που κυριαρχεί στις ελληνικές ελίτ. ∆ηλαδή, στην πίστη ότι τα έθνη έχουν παρακµάσει ως διεθνοπολιτικά υποκείµενα και ότι πλέον ο έλεγχος στο παγκόσµιο σύστηµα ασκείται και θα ασκείται από τις απρόσωπες δυνάµεις της παγκοσµιοποίησης ή από µετα-εθνικά γεωπολιτικά σχήµατα, όπως είναι η Ε.Ε.

Άρα, η Ελλάδα καλώς έχει επιλέξει τη γεωπολιτική αυτοεξάλειψή της, αφού «αυτό είναι το σωστό» ή έστω το «αναπόφευκτο». Οµως, ο πραγµατικός κόσµος δεν έχει καµία σχέση µε αυτές τις φαντασιώσεις. Το πραγµατικό παγκόσµιο σύστηµα είναι σκληρά, αδυσώπητα και ανελέητα εθνοκεντρικό και ανταγωνιστικό. Για την ακρίβεια, είναι πολύ περισσότερο εθνοκεντρικό και ανταγωνιστικό από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Ο ανταγωνισµός αυτός µάλλον θα ενταθεί παρά θα κοπάσει, γιατί πολύ απλά βρισκόµαστε σε µια εξαιρετικά µεταβατική περίοδο της Ιστορίας. Αυτή θα αναδείξει τους ηγεµόνες του δεύτερου µισού του 21ου αιώνα και θα προσδιορίσει ποιοι θα επιζήσουν και ποιοι θα περάσουν στην ιστορική µνήµη.

Έτσι, αν η Ελλάδα θέλει να επιβιώσει, πολλώ δε µάλλον να ευηµερήσει, οφείλει να εναρµονιστεί µε τον ιστορικό χρόνο και να αντιληφθεί τον πραγµατικό κόσµο µέσα στον οποίο υπάρχει και λειτουργεί. Όλως, αυτό δεν αρκεί. Μια ακαδηµαϊκού τύπου κατανόηση της πραγµατικότητας δεν αρκεί για να βγάλει την Ελλάδα από το τέλµα όπου έχει βυθιστεί. Χρειάζεται και κάτι περισσότερο: ένα µακρόπνοο στρατηγικό όραµα. Έναν µακρινό ιδεατό στόχο. Μια νέα «Μεγάλη Ιδέα».

Μέλος των 20 ισχυρότερων: Αυτή η νέα «Μεγάλη Ιδέα» µπορεί να είναι η στόχευση της Ελλάδας: να εξελιχθεί σε µία από τις σηµαντικότερες χώρες του πλανητικού συστήµατος των επόµενων δεκαετιών. Να αποτελέσει, θα µπορούσαµε να πούµε, µέλος ενός άτυπου G20, που θα περιλαµβάνει όχι τις χώρες µε τα µεγαλύτερα ΑΕΠ του πλανήτη, αλλά αυτές µε τη µεγαλύτερη επιρροή και σηµασία.

Βέβαια, είναι δεδοµένο ότι ένας παρόµοιος στόχος θα προκαλέσει τη θυµηδία και τον χλευασµό, αν όχι και την οργή των πολυποίκιλων και ευάριθµων εθνοµηδενιστών εν Ελλάδι. Εθνοµηδενιστών όλων των πολιτικών αποχρώσεων και κατηγοριών, ιδιαίτερα δε αυτών που ενδύουν τον εθνοµηδενισµό τους µε έναν µανδύα «καταγγελτικού εθνικισµού». Και όµως, δεν είναι ένας στόχος που δεν µπορεί να επιτευχθεί.

Η Ελλάδα, µε γνώµονα την κρισιµότατη γεωγραφική της θέση στο διαµορφούµενο διεθνές σύστηµα, την τεράστια ιστορική και πολιτισµική της παράδοση (την καθιστά µια εν υπνώσει, αλλά υπαρκτή πολιτισµική υπερδύναµη), αλλά και για µια σειρά από δευτερεύοντες παράγοντες, έχει µια βάση έδρασης πάνω στην οποία θα µπορούσε να στηρίξει την προσπάθειά της να επιτύχει έναν παρόµοιο στόχο.

Και, βέβαια, η επίτευξη αυτού του στόχου δεν είναι αυτοσκοπός. Μια παρόµοια στόχευση µπορεί να λειτουργήσει σαν το γύρισµα του κλειδιού στη µίζα για να επανεκκινήσει η ελληνική γεωπολιτική µηχανή, αλλά και σαν φάρος για να την κατευθύνει προς το µέλλον. Oµως, το ταξίδι είναι αυτό που µετράει περισσότερο παρά ο τελικός προορισµός.

Για να διεκδικήσει µια παρόµοια θέση η Ελλάδα, θα πρέπει να µάθει να ξαναλειτουργεί εθνοκεντρικά. Θα πρέπει να αναπτύξει κάποια στοιχειώδη υψηλή στρατηγική, έτσι ώστε να µπορεί να ελίσσεται ανάµεσα στις µεγάλες δυνάµεις. Να εκµεταλλεύεται τις συνέργειες και τις συνεργασίες µεταξύ τους, αλλά και τα ήρεµα νερά που προκύπτουν µεταξύ των ανταγωνισµών τους. Θα πρέπει, µε δυο λόγια, να µάθει να σκέφτεται για τον εαυτό της. Και, το κυριότερο, να θυµηθεί ότι πρέπει να προστατεύει τον εαυτό της. Αντίσταση στον τουρκικό ηγεµονισµό: Σηµείο έναρξης αυτής της µακρόπνοης πολιτικής µπορεί και πρέπει να είναι µια αποφασιστική προσπάθεια της Ελλάδας να υπερασπίσει τη γεωπολιτική της υπόσταση, ακεραιότητα και συνέχεια έναντι της απόπειρας ακρωτηριασµού που δέχεται από την Τουρκία στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Κι αυτό όχι µόνο γιατί το Αιγαίο και η Ανατολική Μεσόγειος είναι από τα πιο κρίσιµης σηµασίας σηµεία του πλανήτη. Η κυρίαρχη θέση σε αυτά θα αποτελέσει ένα από τα κλειδιά για να εξελιχθεί κάποιος σε πρωταγωνιστή των διεθνών εξελίξεων στο µέλλον.

Η αποφασιστική αντίσταση κατά της Τουρκίας είναι έτσι κι αλλιώς θεµελιώδες ζήτηµα για την ίδια την επιβίωση της Ελλάδας σε βάθος χρόνου, ανεξαρτήτως του τι διακυβεύεται. Eχουµε φτάσει σε τέτοιο σηµείο που, αν υποχωρήσουµε και εδώ διά κάποιου «συµβιβασµού», τότε δύσκολα θα βρούµε σύντοµα κάποιο σηµείο στήριξης. Θα κινδυνεύσουµε να εγκλωβιστούµε σε έναν ολισθηρό δρόµο «υποχωρήσεων», «συµβιβασµών» και «επίδειξης ρεαλισµού», που περίπου αναπόφευκτα θα οδηγήσει στη γεωπολιτική εξάλειψη της Ελλάδας.

Με άλλα λόγια, έχουµε φθάσει στο σηµείο χωρίς επιστροφή. Οφείλουµε να το καταλάβουµε. Αν, όµως, επιδείξουµε µια πολιτική αποφασιστικής και ανυποχώρητης αντίστασης και καταφέρουµε να αντιµετωπίσουµε επιτυχώς τον τουρκικό ηγεµονισµό, τότε θα έχουµε κάνει το πρώτο βήµα σε µια πορεία εθνικής αναγέννησης. Ετσι θα κινηθούµε προς έναν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή και σε έναν σηµαντικό ρόλο στο διεθνές σύστηµα.

Αδιαίρετη ενότητα Ελλάδα - Κύπρος: Και όταν λέµε ότι η Ελλάδα µπορεί να παίξει σηµαντικό ρόλο και να εξελιχθεί σε µέλος ενός άτυπου γεωπολιτικού G20 του πλανήτη, εννοούµε την «πλήρη» Ελλάδα, αυτήν που προκύπτει από τη σύνθεση των δύο κρατικών συνιστωσών του Ελληνισµού. Του ελλαδικού κράτους και της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας. Αυτά τα δύο ναι µεν είναι ξεχωριστά κράτη, πλην όµως είναι και τα οργανικά στοιχεία µιας αδιαίρετης γεωπολιτικής ενότητας τεράστιων δυνατοτήτων.

Άρα, η επίθεση που δέχεται σήµερα η Κύπρος είναι ξεκάθαρα και αναντίρρητα επίθεση στην Ελλάδα εν συνόλω. Και η αντιµετώπιση της Τουρκίας θα πρέπει να ξεκινήσει από εκεί. Το πώς θα γίνει αυτό είναι µια άλλη ιστορία. Oµως, αυτό είναι ένα τακτικό πρόβληµα, για το οποίο υπάρχουν λύσεις. Για να εξεταστούν όµως αυτές οι λύσεις, πρέπει να υπάρχει ένας στρατηγικός στόχος, ένα όραµα, το οποίο οι τακτικές επιλογές θα υπηρετούν. Και αυτό το όραµα µπορεί να είναι η διεκδίκηση από την Ελλάδα ενός πρωταγωνιστικού ρόλου στην ευρύτερη περιοχή µας.

Αυτή η προσπάθεια µπορεί να αποτελέσει τον καταλυτικό παράγοντα που θα οδηγήσει στην ανάπτυξη πολιτικών και στρατηγικών εθνικής αναγέννησης και προκοπής σε όλα τα πεδία. Φυσικά, θα είναι µια δύσκολη πορεία και κανείς δεν εγγυάται την επιτυχία της. Oµως, από µόνη της µια παρόµοια προσπάθεια θα επιτρέψει στην Ελλάδα να διεκδικήσει εκ νέου τον εαυτό της και τον έλεγχο της µοίρας της. Να ανακαλύψει ξανά τις δυνατότητές της και να επενδύσει σε αυτές. Και αυτά είναι πολύ σηµαντικά. Το εν υπνώσει γεωπολιτικό δυναµικό της Ελλάδας είναι τεράστιο και, αν έρθουν στην επιφάνεια ακόµα και κοµµάτια του, οι θετικές συνέπειες µπορεί να είναι µεγάλες.

Το σηµαντικότερο, όµως, είναι ότι η διεκδίκηση αυτού του πρωταγωνιστικού ρόλου ενδέχεται να µην είναι πολυτέλεια, αλλά υπαρξιακή αναγκαιότητα για τη χώρα µας στα χρόνια που έρχονται. Κι αυτό πολύ απλά γιατί η Ελλάδα βρίσκεται σε µια τόσο µεγάλης σηµασίας περιοχή του διεθνούς συστήµατος που µόνο µε δύο τρόπους µπορεί να συµµετάσχει στο νέο «µεγάλο παιχνίδι» για την παγκόσµια ηγεµονία που στήνεται στην ευρασιατική σκακιέρα: ή ως παίκτης-διεκδικητής ή ως θήραµα. Η επιλογή είναι δική της.

*Περιεχόµενο εκποµπής µου µε τον καθηγητή Γεωπολιτικής στη Σχολή Ευελπίδων, Κωνσταντίνο Γρίβα.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 25 Ιουνίου 2022