Όσο κι αν οι λαοί της Ευρώπης µισούσαν τους Γερµανούς, αµέσως µετά τον πόλεµο µισούσαν ακόµα περισσότερο τους συνεργάτες τους. Οµως οι περισσότεροι είχαν χάσει την εµπιστοσύνη στις κυβερνήσεις τους. Τέθηκαν σε ισχύ νέοι νόµοι περί προδοσίας, για να αντικαταστήσουν παλιούς και άσχετους. Λόγω της κλίµακας του δωσιλογισµού, έπρεπε να εφευρεθούν νέες αρχές δικαιοσύνης και να εφαρµοστούν αναδροµικά. Στη ∆υτική Ευρώπη εισήχθη για µικρότερα εγκλήµατα η νέα τιµωρία της «εθνικής κατάπτωσης», η οποία στερούσε από τους δωσίλογους µία σειρά πολιτικών δικαιωµάτων, συµπεριλαµβανοµένου του δικαιώµατος της ψήφου. Για πιο σοβαρά εγκλήµατα επανήλθε η ποινή του θανάτου, η οποία είχε περάσει στην Ιστορία από καιρό στη ∆ανία και τη Νορβηγία.

Τέτοια µέτρα, ωστόσο, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από λευκοπλάστης. Το πραγµατικό πρόβληµα και η κύρια αιτία που τα λιντσαρίσµατα ήταν τόσο συχνά ήταν ότι πολλοί άνθρωποι πίστευαν πως η εκδίκηση ήταν η µόνη πραγµατική καταφυγή στη δικαιοσύνη. Σύµφωνα µε τα λόγια του Βρετανού πρέσβη στο Παρίσι, Νταφ Κούπερ, ο οποίος έγραψε πολλές αναφορές για λιντσαρίσµατα στη Γαλλία, «για όσο καιρό οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι ένοχοι θα τιµωρηθούν, είναι έτοιµοι να τους αφήσουν στον νόµο. Οταν όµως αρχίσουν να αµφιβάλλουν πως θα γίνει κάτι τέτοιο, θα πάρουν τον νόµο στα χέρια τους».

Την επαύριο του πολέµου, τέτοιες αµφιβολίες υπήρχαν παντού. Ο µόνος πραγµατικός τρόπος να σταµατήσουν οι επιθέσεις εκδίκησης ήταν να πειστεί ο λαός ότι το κράτος ήταν ικανό να αποδώσει αυτό που οι βελγικές εφηµερίδες αποκαλούσαν «justice severe et expeditive». Κατά συνέπεια, κάθε νέα κυβέρνηση στην Ευρώπη έδειχνε έντονα ότι αναµόρφωνε τον νόµο και τους θεσµούς του. Νέα δικαστήρια οργανώνονταν, νέοι δικαστές διορίζονταν και καινούργιες φυλακές και στρατόπεδα κράτησης άνοιγαν, για να αντεπεξέλθουν στην ξαφνική εισροή συλληφθέντων.

Κάποια τµήµατα της Ευρώπης πείστηκαν από αυτή την επίδειξη πολύ ευκολότερα από άλλα. Στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, τη ∆ανία και τη Νορβηγία, η «Αντίσταση» στο σύνολό της παρέδιδε ευχαρίστως τους δωσίλογους στις κανονικές Αρχές, για να τους τακτοποιήσουν. Σε µέρη της Γαλλίας, όµως, όπως και σε µεγάλα τµήµατα της Ιταλίας, της Ελλάδας και της περισσότερης Ανατολικής Ευρώπης, οι παρτιζάνοι -και στην πραγµατικότητα οι λαοί γενικότερα- ήταν πολύ πιο πρόθυµοι να πάρουν τον νόµο στα χέρια τους. Υπήρχε µια ολόκληρη σειρά λόγων γι’ αυτό, πολλοί εκ των οποίων πολιτικοί, όπως θα αποσαφηνιστεί αργότερα. Ο πιο σηµαντικός όµως ήταν, όπως προαναφέραµε, η έλλειψη εµπιστοσύνης προς τις Αρχές. Έπειτα από χρόνια φασιστικής εξουσίας, οι λαοί της Ευρώπης έβλεπαν µε µεγάλη δυσπιστία την επίσηµη «∆ικαιοσύνη».

Το καλύτερο ίσως παράδειγµα τέτοιας δυσπιστίας προς τις Αρχές το παρέσχε η Ιταλία. Αυτή η χώρα αποτελούσε σίγουρα µια ακραία περίπτωση: Ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη επιζητούσε ανταπόδοση για µια σχετικά σύντοµη περίοδο συνεργασίας µε τον εχθρό, πολλοί Ιταλοί συσσώρευαν απέχθεια για τους φασίστες για περισσότερα από 20 χρόνια. Η διαδικασία της απελευθέρωσης υπήρξε πιο παρατεταµένη εδώ από ό,τι οπουδήποτε αλλού -µε διάρκεια σχεδόν 20 χρόνια- και ο Βορράς της χώρας είχε εµπλακεί σε έναν σκληρό εµφύλιο πόλεµο καθ’ όλο αυτό το διάστηµα. Πολλά γεγονότα που συνέβησαν σε άλλα µέρη της Ευρώπης συνέβησαν και εδώ, αλλά µε υπερβολική µορφή. Κατά συνέπεια, η Ιταλία παρέχει µια αδρή παρουσίαση πολλών από τα θέµατα που προκαλούσαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια σε ολόκληρη την ήπειρο.

Το 1945, η Ιταλία ήταν ένα διαιρεµένο έθνος. Για το µεγαλύτερο διάστηµα των τελευταίων δύο ετών του πολέµου αυτή η διαίρεση υπήρξε φυσική: Ο Νότος κατεχόταν από τους Βρετανούς και τους Αµερικανούς, ενώ ο Βορράς από τους Γερµανούς. Η διαίρεση όµως ήταν επίσης πολιτική, ιδίως στον Βορρά. Από τη µία πλευρά ήταν οι φασίστες, οι ωµότητες των οποίων εις βάρος των ίδιων των συµπατριωτών τους είχαν απλώς επιταχυνθεί από την ηµέρα που εισέβαλαν οι Γερµανοί, και από την άλλη πλευρά ήταν οι οµάδες της αντιπολίτευσης -πολλές από αυτές κοµµουνιστικές, πολλές όχι-, τις οποίες ένωνε µόνο το µίσος για τον Μουσολίνι και τους οπαδούς του.

Όταν οι φασίστες ηττήθηκαν τελικά τον Απρίλιο του 1945, οι παρτιζάνοι επιδόθηκαν σε ένα όργιο εκδίκησης. Οποιοσδήποτε είχε οποιαδήποτε σχέση µε τους φασίστες στοχοποιήθηκε - όχι µόνο µάχιµα µέλη των Μελανοχιτώνων ή της Decima Mas, αλλά και µέλη της Γυναικείας Βοηθητικής Υπηρεσίας ή ακόµα και απλοί γραµµατείς και διοικητικοί υπάλληλοι του Φασιστικού Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος. Σύµφωνα µε ιταλικές πηγές, οι περιοχές του Πεδεµοντίου, της Εµίλια-Ροµάνια και του Βένετο αποτέλεσαν το σκηνικό για τις πιο βίαιες στοχοποιήσεις, µε χιλιάδες εκτελέσεις να λαµβάνουν χώρα σε καθεµία από αυτές. Οι βρετανικές πηγές ισχυρίζονταν ότι περίπου 500 άνθρωποι εκτελέστηκαν στο Μιλάνο έως την Ηµέρα της Νίκης στην Ευρώπη και άλλοι 1.000 στο Τορίνο, αν και, όπως ανέφεραν οι σύνδεσµοι αξιωµατικοί στον Βρετανό πρεσβευτή στη Ρώµη, «δεν έχει εκτελεστεί κανείς που να µην το άξιζε». Αυτοί οι αριθµοί ήταν, αν µη τι άλλο, υποτιµηµένοι.

Προφανώς οι σύµµαχοι ένιωθαν ανίσχυροι να παρέµβουν σε αυτό το λουτρό αίµατος, τουλάχιστον τις πρώτες ηµέρες. Στο Τορίνο, ο πρόεδρος της τοπικής επιτροπής απελευθέρωσης, Φράνκο Αντονιτσέλι, λέγεται πως άκουσε τον επικεφαλής της συµµαχικής αποστολής, συνταγµατάρχη Τζον Στίβενς, να του λέει: «Ακου, πρόεδρε, καθάρισε τα πράγµατα σε δυο-τρεις µέρες, αλλά την τρίτη µέρα δεν θέλω πλέον να βλέπω νεκρούς στους δρόµους». Πολλοί απλοί παρτιζάνοι ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι Σύµµαχοι τους επέτρεψαν να αποδώσουν το δικό τους είδος δικαιοσύνης. «Οι Αµερικανοί µάς επέτρεψαν να το κάνουµε», είπε ένας πρώην παρτιζάνος µετά τον πόλεµο. «Μας έβλεπαν, µας άφηναν να τους βασανίζουµε λιγάκι και µετά τους έπαιρναν από εµάς».

Ως συνέπεια τέτοιων παραγόντων, η µεταπολεµική βία που έλαβε χώρα στη Βόρεια Ιταλία υπήρξε πολύ χειρότερη από οπουδήποτε αλλού στη ∆υτική Ευρώπη. Οι στατιστικές απεικονίζουν την πραγµατικότητα. Ο αριθµός δωσιλόγων που σκοτώθηκαν κατά την απελευθέρωση του Βελγίου ήταν κάπου 265 και στην Ολλανδία γύρω στους 100. Η Γαλλία, που υπέστη µια πιο παρατεταµένη και βίαιη απελευθέρωση, είδε περίπου 9.000 οπαδούς του Βισί να σκοτώνονται σε διάστηµα αρκετών µηνών, αν και µόνο λίγες χιλιάδες από αυτούς τους φόνους συνέβησαν µετά την απελευθέρωση. Στην Ιταλία, ο τελικός απολογισµός θανάτου είναι ακόµα υψηλότερος: κάπου µεταξύ 12.000 και 20.000, ανάλογα µε το µέγεθος που πιστεύει κανείς. Με άλλα λόγια, για κάθε 100.000 κατοίκους σε κάθε χώρα, στην Ολλανδία σκοτώθηκε µόνο ένας δωσίλογος για συνεργασία µε τον εχθρό, ενώ στο Βέλγιο περισσότεροι από τρεις, στη Γαλλία περισσότεροι από 22 και στην Ιταλία κάπου µεταξύ 26 και 44.

Ένα από τα πράγµατα που κάνουν εντύπωση σχετικά µε την εκδίκηση στη Βόρεια Ιταλία δεν είναι τόσο η κλίµακα των φόνων όσο η σπουδή µε την οποία έγιναν. Σύµφωνα µε το ιταλικό υπουργείο Εσωτερικών το 1946, περίπου 9.000 φασίστες ή άνθρωποι που τους συµπαθούσαν σκοτώθηκαν µόνο τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1945. Μερικοί ιστορικοί το έχουν απεικονίσει ως ένα όργιο βίας, λίγο-πολύ ανεξέλεγκτο σε χαρακτήρα, αλλά, παρόλο που εγκλήµατα πάθους σίγουρα έλαβαν χώρα σε αφθονία, υπήρχε επίσης ένα ισχυρά οργανωµένο στοιχείο, πιο απαθές και πιο συστηµατικό στην προσέγγισή του. Συγκεκριµένα άτοµα αναζητούνταν και εκτελούνταν από αποσπάσµατα στρατιωτικού τύπου και σε ορισµένες περιπτώσεις οι παρτιζάνοι οργάνωναν ακόµα και σύντοµες, αυτοσχέδιες δίκες, προτού εκτελέσουν τους αιχµαλώτους τους.

*Αποµαγνητοφώνηση εκποµπής µας «Ο Εξαρχείων», µε τους συνεργάτες µου Λεωνίδα Αποσκίτη και Σπύρο ∆ηµητρίου, στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» 90,1 FM.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 28 Μαΐου 2022