Σε µια πρόσφατη οµιλία του, ο διαβόητος Henry Kissinger ακουµπά ένα θέµα που απασχολεί όλον τον πλανήτη, την ιστορία «δηµοκρατία», λέγοντας: «Πρέπει να αποδεικνύει ανά πάσα στιγµή την αναγκαιότητά της και να την υπερασπίζεται». Με αφορµή την παρατήρηση του πολύπειρου Γερµανοεβραίου πολιτικού στοχαστή, δίνω τον λόγο στον Τούρκο υπουργό Οικονοµικών και πρώην διαχειριστή του Προγράµµατος του ΟΗΕ για την Ανάπτυξη, Κεµάλ Ντερβίς, που θίγει το θέµα: «Πώς απειλείται η δηµοκρατία από τη δηµοκρατία».

Μπορεί οι τρέχουσες απειλές για τη δηµοκρατία να διατυπώνονται συνήθως µε όρους ανταγωνισµού µεταξύ των δυτικού τύπου δηµοκρατιών και του κινεζικού τύπου αυταρχισµού, ωστόσο η αλήθεια είναι πιο περίπλοκη. Οι σύγχρονες φιλελεύθερες δηµοκρατίες κινδυνεύουν περισσότερο να διολισθήσουν προς τον αντιφιλελεύθερο πλειοψηφισµό, παρά από µια επαναστατική εµπροσθοφυλακή που θα καταργήσει τις εκλογές.

Η πρόσφατη «Σύνοδος Κορυφής για τη ∆ηµοκρατία» του προέδρου των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ήρθε σε µια στιγµή που η δηµοκρατία µοιάζει να βρίσκεται σε υποχώρηση. Αυταρχικοί ηγέτες, όπως ο Κινέζος πρόεδρος, Σι Τζινπίνγκ, ισχυρίζονται ότι τα συστήµατά τους µπορούν να αντιµετωπίσουν πανδηµίες, να προσφέρουν οικονοµική ανάπτυξη και να εγγυηθούν την ασφάλεια πιο αξιόπιστα απ’ ό,τι οι φιλελεύθερες δηµοκρατίες. Και προς επίρρωση αυτού του ισχυρισµού επικαλείται τις αστρονοµικές οικονοµικές επιδόσεις της Κίνας επί τρεις δεκαετίες. Ωστόσο, προκειµένου να αξιολογήσει κανείς τις τρέχουσες προκλήσεις που αντιµετωπίζει η δηµοκρατία, θα πρέπει να γίνει διάκριση ανάµεσα σε δύο µορφές αυταρχικών µοντέλων.

Κατ’ αρχάς, υπάρχουν καθεστώτα όπως αυτό της Κίνας, όπου η ηγεσία και η εξουσία του Κοµµουνιστικού Κόµµατος δεν επιδέχονται αµφισβήτηση από κανέναν. Οπως συνέβαινε και στη Σοβιετική Ενωση, οι µόνες εκλογές είναι οι κοµµατικές εκλογές (όπως, π.χ., για την ανάδειξη στελεχών στο Πολίτµπιρο). Ο ανταγωνιστικός χαρακτήρας αυτών των εσωκοµµατικών εκλογών έχει αλλάξει µε την πάροδο του χρόνου. Τώρα, που ο Σι δείχνει να διαθέτει αρκετή προσωπική ισχύ ώστε να ελέγχει τα αποτελέσµατα, οι εκλογές είναι απλώς ένας µηχανισµός για να εγκαταστήσει τους συµµάχους του σε θέσεις-κλειδιά.

Υπάρχει µεγάλη διαφορά ανάµεσα στη διακυβέρνηση του ενός ατόµου και τη διακυβέρνηση από ένα µεγάλο, αυτοτροφοδοτούµενο κόµµα, που επιτρέπει κάποιον βαθµό εσωτερικής «δηµοκρατίας» (το αρχικό λενινιστικό µοντέλο). Ακόµα και όταν λαµβάνουν χώρα κεκλεισµένων των θυρών, οι σχετικά ελεύθερες εσωκοµµατικές συζητήσεις µπορούν να αποφέρουν σοφότερες αποφάσεις και να αντικατοπτρίζουν τις επιθυµίες µεγαλύτερου µέρους της κοινωνίας.

Οµως, η κύρια διάκριση που θέλουµε να τονίσουµε εδώ είναι αυτή µεταξύ των απολυταρχιών χωρίς ανοιχτές εκλογές και των απολυταρχιών όπου υπάρχουν κόµµατα αντιπολίτευσης και συµµετέχουν στις εκλογές, όσο ελαττωµατικές και αν είναι αυτές. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, ο αυταρχικός ηγέτης (σχεδόν πάντα άντρας) διεκδικεί την απόλυτη εξουσία στη διακυβέρνηση όταν κερδίζει στις εθνικές εκλογές, αλλά αναγνωρίζει και την πιθανότητα να αναγκαστεί να εγκαταλείψει την εξουσία έπειτα από µια εκλογική ήττα.

Το «δημοκρατικό» αφήγηµα στο οποίο εδράζεται αυτή η µορφή απολυταρχίας έχει τις ρίζες του σε µια ακραία ερµηνεία της (µάλλον διφορούµενης) έννοιας της «γενικής βούλησης» του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ. Στα χέρια ενός αυταρχικού ηγέτη, η γενική βούληση υποτίθεται ότι αντανακλά το κοινό συµφέρον ολόκληρου του πληθυσµού, υπονοώντας ότι µια πλειονότητα των πολιτών νοµιµοποιείται να κάνει επιλογές για την κοινότητα στο σύνολό της, χωρίς να λαµβάνει υπόψη τις απόψεις και τα δικαιώµατα των µειονοτήτων. Μεταξύ των εθνικών ηγετών που υποστηρίζουν ευθέως αυτό το δόγµα του «πλειοψηφισµού» σήµερα είναι ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτορ Ορµπαν. Κατά την άποψή του, οι Ούγγροι πολίτες εξέφρασαν την προτίµησή τους για ανελεύθερη (ή αντιφιλελεύθερη) δηµοκρατία µέσω των εκλογών. Στην Ουγγαρία όχι απλώς υπάρχει δηµοκρατία -διακηρύσσει παντοιοτρόπως ο Ορµπαν-, αλλά ο όρος δεν χρειάζεται καν αποσαφηνιστικούς επιθετικούς προσδιορισµούς. Οι οπαδοί του πλειοψηφισµού ή της αντιφιλελεύθερης δηµοκρατίας προφανώς απορρίπτουν βασικές δηµοκρατικές αρχές, όπως είναι τα θεσµικά αντίβαρα και ο διαχωρισµός των εξουσιών (ιδίως δε µια ανεξάρτητη δικαστική εξουσία), θεωρώντας ότι η εκλογική τους νίκη νοµιµοποιεί απολύτως την ηµι-απολυταρχία τους. Αυτήν τη γραµµή ακολούθησε και το πολιτικό αφήγηµα του τέως προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραµπ, µετά τις εκλογές του 2016. Από τη µια θεωρούσε πως θα έπρεπε να απολαµβάνει απόλυτη εξουσία, αφού θριάµβευσε επί της Χίλαρι Κλίντον, από την άλλη όµως δεν αντιτασσόταν στο δικαίωµα των πολιτών να επιλέγουν τους ηγέτες τους µέσω ανταγωνιστικών εκλογών, όπως θα έκανε και ένας λενινιστής. Αυτό που ήθελε πραγµατικά ήταν να µετατρέψει την εκλογική του νίκη σε ελευθερία να κυβερνήσει απαλλαγµένος από τους περιορισµούς ενός «φιλελεύθερου» συστήµατος διακυβέρνησης. Παραδόξως, µολονότι οι θιασώτες της αντιφιλελεύθερης δηµοκρατίας διακηρύσσουν την ανωτερότητα της αυταρχικής διακυβέρνησης, η νοµιµοποίησή τους εδράζεται στις εκλογικές νίκες τους.

Το αφήγημα της αντιφιλελεύθερης δηµοκρατίας βρίσκει εύφορο έδαφος στις πιο οµοιογενείς χώρες. Οταν το εκλογικό σώµα είναι κοινωνικά και δηµογραφικά ποικιλόµορφο, οι ανελεύθεροι ηγέτες χρειάζεται συχνά να δηµιουργήσουν µια «πλειοψηφία» επιδιώκοντας να αποκλείσουν ή να απονοµιµοποιήσουν κάποιο τµήµα του πληθυσµού, συνήθως διάφορες εθνοτικές ή θρησκευτικές οµάδες. Ετσι, οι αντιφιλελεύθεροι δηµοκράτες µπορούν να ισχυριστούν ότι εκπροσωπούν τη γενική βούληση των µόνων ανθρώπων που η γνώµη τους «µετράει» πραγµατικά. Στις Ηνωµένες Πολιτείες, ένα µέρος του Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος ακολουθεί αυτήν ακριβώς τη στρατηγική, καθιστώντας δυσκολότερη την ψήφο των Αφροαµερικανών.

Ο επαναπροσδιορισµός του ποιοι δικαιούνται πραγµατικά να συµµετέχουν στο πολίτευµα είναι αυτό που µετατρέπει τις φιλελεύθερες δηµοκρατίες σε απολυταρχικές. Στοιχεία τέτοιων διαχωρισµών εντοπίζονται σήµερα σε πολλά µέρη του κόσµου. Στην Ινδία, για παράδειγµα, η φιλελεύθερη δηµοκρατία θα υποστεί µεγάλο πλήγµα εάν ο πρωθυπουργός, Ναρέντρα Μόντι, καταφέρει να λοξοδροµήσει από την ινδική παράδοση του πλουραλισµού µεταξύ αυτών που ο βραβευµένος µε Νόµπελ οικονοµολόγος Αµάρτια Σεν αποκαλεί «αντιδραστικούς πολίτες» και να επαναπροσδιορίσει την ινδική πολιτεία ως ινδουιστικό έθνος. Το στένεµα των κριτηρίων για το τι αποτελεί την «ινδική ταυτότητα» θα ερχόταν σε αντίθεση µε την ιστορική συνεισφορά της Ινδίας στις ουµανιστικές αξίες και θα σηµατοδοτούσε µια αποµάκρυνση από τον κοσµικό και συµπεριληπτικό φιλελεύθερο δρόµο που επέλεξε η χώρα µετά την κατάκτηση της ανεξαρτησίας της. Κάτι τέτοιο θα ήταν καταστροφικό, όχι µόνο για την Ινδία, αλλά και για την ίδια τη δηµοκρατία.

Η Ινδία είναι η πολυπληθέστερη φιλελεύθερη δηµοκρατία στον κόσµο και µια από τις πιο επιτυχηµένες. Με τις τεράστιες οικονοµικές της δυνατότητες, θα µπορούσε να αποτελέσει το κρίσιµο παράδειγµα ενάντια σε ισχυρισµούς σχετικά µε την υποτιθέµενη ανωτερότητα των απολυταρχικών µοντέλων. Ευτυχώς, η δηµοκρατική παράδοση στην Ινδία είναι ισχυρή και το δικαίωµα στη διαφωνία είναι βαθιά ριζωµένο. Αυτό αποτελεί πηγή ελπίδας, καθώς οι απανταχού φιλελεύθερες δηµοκρατίες δεν αντιµετωπίζουν µόνο την πρόκληση των απολυταρχικών εναλλακτικών στη δηµοκρατία, αλλά και των εναλλακτικών µοντέλων εντός της ίδιας της δηµοκρατίας.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 5 Φεβρουαρίου 2022