Από την κλιµατική αλλαγή έως τη δηµόσια υγεία και από τις γεωπολιτικές αντιπαλότητες έως την κυβερνοασφάλεια, το χάσµα ανάµεσα στις παγκόσµιες προκλήσεις και στις αποκρίσεις µας σε αυτές είναι µεγάλο και εξακολουθεί να διευρύνεται, ενώ ταυτόχρονα οι πόροι που είναι απαραίτητοι για την αντιστροφή αυτής της τάσης -ιδιαίτερα η συλλογική βούληση και η επιδέξια διπλωµατία- δείχνουν να είναι σε έλλειψη. Το βιβλίο «A world in disarray»* κυκλοφόρησε πριν από πέντε χρόνια. Η θέση που υποστηρίζει είναι ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέµου δεν εγκαινίασε µια εποχή µεγαλύτερης σταθερότητας, ασφάλειας και ειρήνης, όπως περίµεναν πολλοί. Αντίθετα, αυτό που προέκυψε ήταν ένας κόσµος στον οποίο κυριαρχούσε περισσότερο η σύγκρουση παρά η συνεργασία.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, το χάσµα µεταξύ προκλήσεων και αποκρίσεων είναι µεγάλο και αυξάνεται διαρκώς. Η πανδηµία COVID-19 εξέθεσε τις ανεπάρκειες των διεθνών µηχανισµών υγείας. Εισερχόµαστε στον τρίτο χρόνο της πανδηµίας, αλλά εξακολουθούµε να µη γνωρίζουµε την προέλευσή της εξαιτίας της κινεζικής κωλυσιεργίας.

Αυτό που γνωρίζουµε είναι ότι έχουν πεθάνει αποδεδειγµένα περισσότεροι από πέντε εκατοµµύρια άνθρωποι - ένας αριθµός που στην πραγµατικότητα είναι πιο κοντά στα 15 εκατοµµύρια. Επίσης, γνωρίζουµε ότι περίπου 3 δισεκατοµµύρια άνθρωποι (πολλοί από αυτούς στην Αφρική) δεν έχουν κάνει ακόµη ούτε µία δόση εµβολίου κατά της COVID-19. Και γνωρίζουµε, ακόµα, ότι η συνεχιζόµενη πανδηµία έχει συρρικνώσει την παγκόσµια οικονοµική παραγωγή κατά τρισεκατοµµύρια δολάρια. Η κλιµατική αλλαγή συνεχίζεται. Ο πλανήτης είναι ήδη περισσότερο από 1 βαθµό Κελσίου θερµότερος από ό,τι ήταν στην αρχή της βιοµηχανικής επανάστασης και αναµένεται να θερµανθεί κι άλλο. Τα ακραία καιρικά φαινόµενα είναι πιο συχνά. Η χρήση ορυκτών καυσίµων έχει αυξηθεί. Οι κυβερνήσεις έχουν δεσµευτεί να τα πάνε καλύτερα. Αλλά οι επιδόσεις τους µένει να φανούν. Σε ορισµένες περιπτώσεις, συµπεριλαµβανοµένων της Κίνας και της Ινδίας, των δύο πλέον πολυπληθέστερων χωρών του κόσµου, οι δεσµεύσεις διακρίνονται από την έλλειψη φιλοδοξίας και αίσθησης του επείγοντος που τις χαρακτηρίζει.

Ο κυβερνοχώρος εξακολουθεί να µοιάζει µε την Αγρια ∆ύση, χωρίς σερίφη που να θέλει ή να µπορεί να οριοθετήσει τι συνιστά αποδεκτή συµπεριφορά. ∆εν υφίσταται ούτε καν η επίφαση µιας παγκόσµιας συνεργασίας. Αντιθέτως, βλέπουµε την τεχνολογία να υπερσκελίζει τη διπλωµατία, µε τις αυταρχικές κυβερνήσεις να καταβάλλουν τεράστιες προσπάθειες να περιχαρακώσουν τις κοινωνίες τους, ενώ ταυτόχρονα παραβιάζουν τον κυβερνοχώρο άλλων, για να σπείρουν πολιτική διχόνοια ή να κλέψουν τεχνολογία.

Η διάδοση των πυρηνικών όπλων συνεχίζεται. Η Βόρεια Κορέα έχει αυξήσει την ποσότητα και την ποιότητα του πυρηνικού της οπλοστασίου, καθώς και το βεληνεκές και την ακρίβεια των πυραύλων της. Και, στον απόηχο της µονοµερούς απόφασης των ΗΠΑ το 2018 να αποχωρήσουν από τη συµφωνία που έθετε προσωρινά πλαφόν στις πυρηνικές δυνατότητες του Ιράν, η ισλαµική ∆ηµοκρατία έχει φτάσει στο σηµείο να απέχει µόλις λίγους µήνες ή και εβδοµάδες από την κατοχή πυρηνικού όπλου.

Ο ανταγωνισµός των µεγάλων δυνάµεων είναι πιο έντονος από οποιαδήποτε άλλη στιγµή µετά τον Ψυχρό Πόλεµο. Οι σχέσεις ΗΠΑ - Κίνας έχουν επιδεινωθεί ραγδαία, κυρίως λόγω της αυξηµένης κινεζικής καταστολής στο εσωτερικό, των εµπορικών και οικονοµικών τριβών, καθώς και της αυξανόµενης στρατιωτικής ισχύος του Πεκίνου, µε παράλληλη ενίσχυση της ολοένα και πιο διεκδικητικής εξωτερικής της πολιτικής. Στο φόντο του αυξανόµενου οικονοµικού ανταγωνισµού και µιας πιθανής σύγκρουσης για την Ταϊβάν, είναι ασαφές κατά πόσο ΗΠΑ και Κίνα θα µπορέσουν να συνεργαστούν σε τοµείς παγκόσµιων προκλήσεων, όπως είναι η δηµόσια υγεία και η κλιµατική αλλαγή.

Χρειάζεται καινοτομία, διπλωματία και συλλογική βούληση για να αντιστραφούν τα πράγματα. Δυστυχώς, τα δύο τελευταία στοιχεία είναι σε έλλειψη

Η Ρωσία είναι πιθανότατα ακόµα πιο δυσαρεστηµένη µε την παγκόσµια τάξη. Τρεις δεκαετίες µετά το τέλος του Ψυχρού Πολέµου, ο πρόεδρος Βλαντιµίρ Πούτιν -που, καθώς φαίνεται, θα παραµείνει στον θώκο της εξουσίας και στο προσεχές µέλλον- έχει βαλθεί να ανασχέσει ή, αν είναι δυνατόν, να αντιστρέψει την εµβέλεια του ΝΑΤΟ.

Αλλες εξελίξεις συνιστούν επίσης λόγους ανησυχίας. Περισσότεροι από 80 εκατοµµύρια άνθρωποι -δηλαδή, ένας στους εκατόείναι εκτοπισµένοι. Η Μέση Ανατολή είναι το θέατρο πολλών συνεχιζόµενων πολέµων, που είναι ταυτόχρονα εµφύλιοι και περιφερειακοί. Η ∆ηµοκρατία βρίσκεται σε κάµψη σε µεγάλο µέρος του κόσµου, όχι µόνο σε δραµατικές περιπτώσεις, όπως η Μιανµάρ και το Σουδάν, αλλά και σε τµήµατα της Λατινικής Αµερικής ή ακόµα και της Ευρώπης. Υπάρχει ακόµα ένας κρίσιµος παράγοντας: Οι Ηνωµένες Πολιτείες βρίσκονται σε µεγαλύτερη αταξία εσωτερικά από ό,τι πριν από πέντε χρόνια. Η πολιτική πόλωση βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών και η πολιτική βία έχει αναδειχθεί σε σοβαρή απειλή. Η ειρηνική µεταβίβαση της πολιτικής εξουσίας µετά τις εκλογές δεν µπορεί πλέον να θεωρείται δεδοµένη. Αυτή η εσωτερική πραγµατικότητα έχει επιταχύνει µε τη σειρά της την υποχώρηση της Αµερικής από τη θέση του παγκόσµιου ηγέτη έπειτα από τρία τέταρτα του αιώνα. Και καµία άλλη χώρα δεν µπορεί, ούτε και επιθυµεί, να αναλάβει αυτόν τον ρόλο.

Ασφαλώς, αξίζει να αναφερθούν ορισµένες θετικές εξελίξεις: η ταχεία δηµιουργία εµβολίων που µειώνουν δραστικά την τρωτότητα στην COVID-19, νέες «πράσινες» τεχνολογίες, που µειώνουν την εξάρτησή µας από τα ορυκτά καύσιµα, αυξανόµενη συνεργασία των ΗΠΑ µε αρκετούς εταίρους τους για να αποκρούσουν µια ισχυρότερη Κίνα, αλλά και το πολύ απλό γεγονός ότι, µέχρι στιγµής, η αντιπαλότητα των µεγάλων δυνάµεων δεν έχει καταλήξει σε πόλεµο.

Τι θα χρειαζόταν για να αποφευχθεί ένα µέλλον που θα χαρακτηρίζεται από αταξία; Ενας σύντοµος κατάλογος θα περιλάµβανε: εκτεταµένο εµβολιασµό κατά της COVID-19 και νέα εµβόλια, αποτελεσµατικά έναντι µελλοντικών παραλλαγών, τεχνολογική ή διπλωµατική πρόοδο που θα µειώσει δραστικά τη χρήση ορυκτών καυσίµων και θα επιβραδύνει την κλιµατική αλλαγή, µια πολιτική διευθέτηση στην Ουκρανία που θα προάγει την ευρωπαϊκή ασφάλεια, µια εξέλιξη µε το Ιράν που θα το εµποδίζει να γίνει πυρηνική -ή σχεδόν πυρηνική- δύναµη, µια σχέση ΗΠΑ - Κίνας ικανή να δηµιουργήσει ασφαλιστικές δικλίδες για τη διαχείριση του ανταγωνισµού και την αποφυγή συγκρούσεων, καθώς και µια Αµερική που θα έχει καταφέρει να «επουλώσει» επαρκώς τη ∆ηµοκρατία της, ώστε να έχει τη δυνατότητα να επικεντρωθεί στα παγκόσµια γεγονότα.

Οπως πάντα, τίποτα δεν είναι αναπόφευκτο, καλώς ή κακώς. Αυτό που είναι σαφές, ωστόσο, είναι ότι οι τάσεις δεν θα βελτιωθούν από µόνες τους. Χρειάζεται καινοτοµία, διπλωµατία και συλλογική βούληση για να αντιστραφούν τα πράγµατα. ∆υστυχώς, τα δύο τελευταία στοιχεία είναι σε έλλειψη.

*Πόνηµα του Ρίτσαρντ Χάας (Richard Haass), που αναπτύξαµε στην εκποµπή µας «Ο Εξαρχείων» στον «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» FM 90,1 µε τους συνεργάτες µου Γιώργο Φίλη και Λεωνίδα Αποσκίτη. Ο Ρ. Χάας, πρόεδρος του αµερικανικού Συµβουλίου ∆ιεθνών Σχέσεων, διετέλεσε στο παρελθόν διευθυντής Σχεδιασµού Πολιτικής στο υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ (2001-2003), ειδικός απεσταλµένος του προέδρου Τζορτζ Μπους του νεότερου στη Βόρεια Ιρλανδία και συντονιστής για το µέλλον του Αφγανιστάν. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το «The world: A brief introduction» (Penguin Press, 2020).